Κάθε εποχή και το παραμύθι της, κάθε παραμύθι και οι αναγνώστες του, κάθε ιστορία και ο αφηγητής της. Ένα κόμμα εξουσίας;
Οι άνθρωποι αγαπούν το παραμύθι. Είναι τόσο οικείο –και ως λέξη και ως νόημα– που δεν χρειάζεται καν να το ορίσεις. Κι αν ήθελε κανείς να τα ορίσει, καταφεύγοντας σ’ ένα τυχαίο λεξικό, θα ερχόταν αντιμέτωπος πάνω κάτω με τον ίδιο ορισμό. Θα διάβαζε, φερ’ ειπείν, στο σχετικό λήμμα ότι παραμύθι είναι μια «φανταστική διήγηση θαυμαστών περιστατικών». Και θα διάβαζε, επίσης, ότι το παραμύθι είναι μερικές φορές συνώνυμο της «ψευτιάς».
Ως προς αυτό το τελευταίο, το μόνο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι πως τα παραμύθια συστήνονται στη ζωή μας από μικρή ηλικία πρώτα ως φανταστικές διηγήσεις θαυμαστών περιστατικών και πολύ αργότερα ως ψευτιές. Δηλαδή, θα περάσει αρκετός καιρός μέχρι το ενήλικο πια μυαλό να καταχωρήσει στο πιο πολυακουσμένο σημαίνον της παιδικής του ηλικίας το σημαινόμενο μιας ματαίωσης. Γιατί, στα πρώτα πέντε-δέκα χρόνια της ανθρώπινης ζωής, η εξοικείωση με τον αληθινό κόσμο περνά πρώτα από την αναζήτηση του φανταστικού και του θαυμαστού. Τα παιδιά μαθαίνουν τον κόσμο των μεγάλων μέσα από την αλληγορία, την αχρονία και την υπέρβαση των φυσικών νόμων.
Όσον αφορά δε στο διαδικαστικό της εξοικείωσης, αυτή περνά μέσα από έναν σαφή καταμερισμό ρόλων. Τα παιδιά ακούνε και κοιτούν τις εικόνες, ενώ οι μεγάλοι διαβάζουν το κείμενο και τις περιγράφουν. Τα μικρά παιδιά ζητούν απ’ τους μεγάλους να τους διαβάσουν ένα παραμύθι και οι μεγάλοι ανταποκρίνονται σ’ αυτό το κάλεσμα, χωρίς κανένας απ’ τους δύο να εξετάζει αν η ιστορία είναι αληθινή. Τα χρόνια περνούν, παιδιά και ενήλικοι μεγαλώνουν (όχι με τον ίδιο ρυθμό). Κι όσο μεγαλώνει ένα παιδί τόσο περισσότερο διεκδικεί απ’ τον ρόλο της ανάγνωσης. Αλλά, ενώ θα μπορούσε από ένα σημείο και μετά να διαβάζει μόνος του το παραμύθι, κανένας πιτσιρικάς δεν θα ‘λεγε ποτέ όχι στην ανάγνωση μιας ιστορίας από τη γνώριμη φωνή ενός αγαπημένου του προσώπου. Μέχρι που κάποια στιγμή τα πράγματα αρχίζουν να ισορροπούν, όταν ο ανήλικος διεκδικεί για πρώτη φορά μια κάποια ισοτιμία, παρασύροντας τον ενήλικο σε συζήτηση και σχολιασμό επί των φανταστικών διηγήσεων και των θαυμαστών περιστατικών.
Κάπως έτσι καταχωρούνται στο συλλογικό υποσυνείδητο διαχρονικές ή εφήμερες αλήθειες για την κατάσταση των πραγμάτων. Κάθε εποχή και το παραμύθι της, κάθε παραμύθι και οι αναγνώστες του, κάθε ιστορία και ο αφηγητής της.
Στο «Παραμύθι Χωρίς Όνομα», το οποίο γράφτηκε στον απόηχο των γεγονότων του 1909, η συγγραφέας του παραμυθιού –μια εμβληματική προσωπικότητα του αστικού κόσμου των αρχών του 20ου αιώνα– περιγράφει τα δραματικά γεγονότα που συνέβησαν στη «Χώρα των Μοιρολάτρων». Εκεί, η απρονοησία, η ιδιοτέλεια, η φαυλότητα και η αστόχαστη πολιτική της ηγεσίας επιφέρει τη χρεοκοπία. Οι άβουλοι και μοιραίοι υπήκοοι της χώρας παίρνουν τον δρόμο της μετανάστευσης, ενώ κάποια στιγμή παύει και η βοήθεια από το εξωτερικό. Ο γιος και διάδοχος του βασιλιά «Αστόχαστου» επαναστατεί ενάντια στον πατέρα του. Ο «Δικαστής», ένας παρατρεχάμενος της εξουσίας που επιβιώνει στο πλευρό του πατέρα-βασιλιά πείθει τον «Θείο Βασιλιά» μιας γειτονικής χώρας να εκστρατεύσει εναντίον του επαναστάτη γιου. Ο τελευταίος, αν και βαλτωμένος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, συνειδητοποιεί το πρόβλημα και με τη βοήθεια του λαού κατατροπώνει τον εισβολέα, γίνεται αυτός ο βασιλιάς ως «Συνετός Β’» και τα πάντα αλλάζουν προς το καλύτερο για τους Μοιρολάτρες.
Παρόλο που πολλοί έσπευσαν να δουν στο «Παραμύθι Χωρίς Όνομα» τη μνημονιακή Ελλάδα, δεν ξέρουμε κατά πόσο αυτό θα διαβαζόταν στα παιδιά του 21ου αιώνα – και, μάλιστα, από ένα ενήλικο κοινό που αρέσκεται σε παραμύθια όπου σόι πάει το βασίλειο. Αν μη τι άλλο, όμως, δεν παύει να είναι ένα παραμύθι χωρίς όνομα. Κι άρα ο καθένας θα μπορούσε να το ονοματίσει με ό,τι εκείνος νομίζει ότι αποδίδει καλύτερα το νόημα της ιστορίας. Συζητώντας για αλλαγές στο όνομα ενός κόμματος εξουσίας –μέρος ενός πολιτικού συστήματος, για το οποίο λέγεται διαρκώς ότι ενηλικιώνεται και ποτέ δεν μεγαλώνει– θα πρέπει πρωτίστως κανείς να ξεκαθαρίσει, πρώτον, αν πρόκειται για κάποιο θαυμαστό περιστατικό ή ψέμα και, δεύτερον, αν είναι ένα παραμύθι για συνετούς, αστόχαστους ή μοιρολάτρες. Το όνομα μπορεί να περιμένει. Γιατί, οι άνθρωποι πρώτα αγαπούν το παραμύθι και μετά το όνομα. ■
(Δημοσιεύτηκε στα «Ενθέματα της Αυγής», την Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020).