Στην υγειονομική ασφυξία που προκαλεί η Covid, προστίθεται η πολιτική ασφυξία που προκαλεί η εξουσία.
Σε παλαιότερη εκπομπή στις 7 Φλεβάρη, ύστερα από άλλη μία μαραθώνια παρασκευιάτικη σύσκεψη λοιμωξιολόγων –εν όψει του τρίτου κύματος, εν μέσω κατακραυγής για το νομοσχέδιο Χρυσοχοΐδη-Κεραμέως και στον απόηχο Μητσοτάκη στην Ικαρία– είχα ισχυριστεί ότι η λογική των περιοριστικών μέτρων λιγότερο έχει να κάνει με τον περιορισμό της διασποράς του κορονοϊού, αλλά περισσότερο έχει να κάνει με μια κουλτούρα ασφυκτικού ελέγχου της κοινωνίας.
Το σύστημα εξουσίας δεν ζητά απλώς να πειθαρχήσεις στα παράλογα μέτρα αλλά να τα εκλογικεύσεις, να τα εσωτερικεύσεις, να μάθεις στον έλεγχο. Να θεωρείς φυσιολογικό ότι πρέπει να κλείνεσαι από το απόγευμα του Σαββάτου σπίτι και να ξαναθεωρείς φυσιολογικό ότι δεν πρέπει να κλείνεσαι από το απόγευμα του Σαββάτου σπίτι, όταν αλλάζει η απόφαση, γιατί καταφανώς απέτυχε, όπως θα αποτύχει και η επόμενη και η κάθε επόμενη.
Να θεωρείς φυσιολογικό, την Τετάρτη όταν κι αν ανακοινώθηκε ρεκόρ 3.465 κρουσμάτων και 630 διασωληνώσεων, ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του στο CNN να περιγράφει μια πετυχημένη διαχείριση της πανδημίας, προαναγγέλλοντας πριν τη σύσκεψη των λοιμωξιολόγων χαλάρωση των μέτρων, επειδή «όλοι είμαστε κουρασμένοι».
Όλοι; Είναι το λοκντάουν ίδιο για όλους; Είναι το ίδιο μουσαφίρης στην Ικαρία και δαρμένος στη Νέα Σμύρνη; Ίδιο εν μέσω πανδημίας να παίρνεις απευθείας αναθέσεις στο μιλητό, κι ίδιο να παίρνεις μαύρα ειδάλλως χαρτί απόλυσης;
Τα διδάγματα της εξουσίας
Σ’ αυτήν την εκπαίδευση στον έλεγχο, μαθαίνεις να θεωρείς φυσιολογικό ότι για την αύξηση του ιικού φορτίου κατά 87% στην Αττική φταίνε η Τσικνοπέμπτη και οι κινητοποιήσεις, ενώ για την αντίστοιχη αύξηση κατά 1000% στα Χανιά, για το βαθύ κόκκινο που μπαίνει η Λέρος, φταίει η μετάλλαξη του κορονοϊού.
Σ’ αυτήν την κουλτούρα ελέγχου το μάτι συνηθίζει να διαβάζει μια διαφημιστική αφίσα κολλημένη στο πίσω μέρος ενός γεμάτου λεωφορείου, η οποία παροτρύνει όσους τη βλέπουν «να αποφεύγουμε τα μέρη με συνωστισμό».
Σ’ αυτήν την κουλτούρα ελέγχου μαθαίνεις να θεωρείς φυσικό η Ελληνική Αστυνομία να αλφαδιάζει τα 53 νέα ημιφορτηγά της για τις ανάγκες φωτογράφισης, τα οποία παρελήφθησαν την Τρίτη, καθώς σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση «ενισχύεται σημαντικά και αναβαθμίζεται η επιχειρησιακή ετοιμότητα και ανταπόκριση των κατά τόπους αστυνομικών υπηρεσιών και βελτιώνεται το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου».
Και με τον ασφυκτικό έλεγχο, τελικά μαθαίνεις να θεωρείς φυσιολογική αυτήν την ανακοίνωση περί νέων αστυνομικών οχημάτων προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, όταν η κυβέρνηση λίγους μήνες αφότου ανέλαβε ακύρωσε διαγωνισμό της προηγούμενης για την προμήθεια νέων αστικών λεωφορείων, και μόλις την περασμένη Παρασκευή εδέησε –μετά από έναν χρόνο πανδημίας– να θέσει σε δημόσια διαβούλευση νέο διαγωνισμό για την προμήθεια αστικών λεωφορείων.
Και μαθαίνεις να θεωρείς φυσιολογικό ο υπουργός Υγείας να δίνει τελεσίγραφο 48 ωρών, εκβιάζοντας ιδιώτες γιατρούς με επίταξη, αν δεν προσέλθουν εθελοντικά στο ΕΣΥ, όταν την ίδια μέρα γίνονται γνωστές οι διώξεις κατά γιατρών του ΕΣΥ από εκδικητικές και εγκάθετες διοικήσεις νοσοκομείων, μόνο και μόνο γιατί οι γιατροί αυτοί τόλμησαν να εκστομίσουν αλήθειες για την κατάσταση στα νοσοκομεία, χαλώντας το κυβερνητικό success story.
Κάπως έτσι ο εκπαιδευμένος στον έλεγχο συμπεραίνει ότι γίνονται τελικά επιτάξεις στον ιδιωτικό τομέα, αγνοώντας πως το αίτημα για επιτάξεις στον ιδιωτικό τομέα δεν αφορά έναν γιατρό που θα του κλείσεις το ιατρείο, αλλά την ένταξη στο ΕΣΥ των ιδιωτικών κλινικών, προκειμένου να μοιραστεί το βάρος της υγειονομικής κρίσης.
Σ’ αυτήν την κουλτούρα ελέγχου, όλως τυχαίως για τη διασπορά της πανδημίας φταίνε όσοι είναι κι όσοι η κυβέρνηση θεωρεί ότι είναι αντίπαλοί της. Στην υγειονομική ασφυξία που προκαλεί η Covid, προστίθεται η πολιτική ασφυξία που προκαλεί η εξουσία.
Αλλά, για όλα, ανέκαθεν η ελληνική Δεξιά κατηγορούσε τους πολιτικούς της αντιπάλους. Και φτάσαμε από το σαμποτάζ του Έβρου το ’65, που αποδόθηκε στο πάρανομο ΚΚΕ, οι δημοσιολόγοι της δεξιάς να ομιλούν σήμερα –εν έτει 2021– για υγειονομικό σαμποτάζ, αποδίδοντάς το στον ΣΥΡΙΖΑ.
Κι όπως στη δολοφονία Λαμπράκη για τον δεξιό τύπο η ομιλία περί ειρήνης ήταν «προσχηματική», η αντισυγκέντρωση αγανακτισμένων πολιτών ήταν «απόρροια της προκλητικής στάσης των κομμουνιστών», ο τραυματισμός ήταν «απόρροια ενός τροχαίου ατυχήματος», έτσι και σήμερα: τι ήθελε εκεί; τι δουλειά είχε στη συγκέντρωση; γιατί διαμαρτύρεται;
Στη γενικευμένη κρίση πάντα φταίει το θύμα, του οποίου τα κοινωνικά φρονήματα –κι αυτά όλως τυχαίως– καταγράφονται στον δημόσιο διάλογο· με το ερώτημα να παραμένει διαχρονικό: ποιος κυβερνά τον τόπο, ποιος είναι πάνω από τους θεσμούς, το σύνταγμα, την έννομη τάξη, ποιο σύστημα και ποια υποσυστήματα υπερτερούν των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων; Γιατί το μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας να ορίζεται με όρους πολιτικής νομιμοφροσύνης; ■
Το φωτορεπορτάζ στα δραματικά γεγονότα τότε της Θεσσαλονίκης είχε γίνει μέσα σε κλίμα αστυνομοκορατίας. Δεν υπάρχουν δε φωτογραφίες από τη στιγμής της επίθεσης. Κατ’ άλλες μαρτυρίες, γιατί οι φωτογράφοι έπρεπε να γυρίσουν μετά την ομιλία στις εφημερίδες τους να εκτυπώσουν τα φιλμ. Κατ’ άλλες όμως, γιατί ο διευθυντής ασφαλείας Θεσσαλονίκης (Δόλκας) είχε δώσει γραμμή για απαγόρευση των φωτογραφιών.
Και βλέπουμε σήμερα να μπαίνουν πάλι στο στόχαστρο οι φωτογράφοι. Και συνειδητοποιούμε πως η τελευταία γραμμή άμυνας απέναντι στην αυθαιρεσία των αστυνομικών οργάνων είναι πλέον το κινητό τηλέφωνο που έχει ο καθένας στο χέρι του.
Με πανομοιότυπο τρόπο, λοιπόν, όπως τότε έτσι και σήμερα φταίνε οι προκλητικοί που διαμαρτύρονται, φταίνε εκείνοι που διεκδικούν ένα στοιχειώδες δίκιο, φταίνε αυτοί που βρέθηκαν τη λάθος στιγμή στο λάθος σημείο.
Και, με τον ίδιο τρόπο, τα μέσα της υποταγής τείνουν να λάβουν μορφές που η ελληνική κοινωνία είχε ξορκίσει. Κάποιοι τα ξαναθυμήθηκαν: έλεγχος μέχρι ασφυξίας, συγκάλυψη όσο δεν πάει, κι από ‘κει και πέρα συνομιλία μονάχα με το σκληρό δεξιό ακροατήριο, λες και οι υπόλοιποι είναι πολιτικά και κοινωνικά αόρατοι· λες και δεν μετρούν. Μόνοι οι ανόητοι θα ήθελαν να επιστρέψουμε σε τέτοιες εποχές. Κι απ’ ό,τι φαίνεται οι ανόητοι αυξάνονται και πληθύνονται. Φαντάζουν αήττητοι, αλλά δεν είναι. ■
(Από τη ραδιοφωνική εκπομπή Viral, που μεταδόθηκε το Σάββατο 20 Μαρτίου 2021, στους 105,5 Στο Κόκκινο).