Ο έρωτας ανθίζει ακόμα και μες στον πιο βαθύ θάνατο. Αλλά, παραμένει μετέωρος, υπενθυμίζοντας σε όλους το μεγάλο ερώτημα της ζωής: πού είναι οι αγαπημένοι μας;
Το Kol dodi είναι ένα σεφαραδίτικο τραγούδι qiyan από την μουσουλμανική Ανδαλουσία του Μεσαίωνα. Qiyan ονομάζονταν οι εταίρες στον ισλαμικό κόσμο της αββασίδικης εποχής. H ετυμολογία της λέξης qiyan παραπέμπει σε σκλάβους, τεχνίτες και καλλιτέχνες. Οι αββασίδικη επανάσταση στα μέσα του 8ου αιώνα μ.Χ. περιόρισε την άλλοτε κραταιά δυναστεία των Ομεϋάδων στην Ιβηρική και το Εμιράτο της Κόρδοβα. Στους πρώτους αιώνες της μουσουλμανικής Ανδαλουσίας οι qiyan πρώτα εκπαιδεύονταν στα μεγάλα κέντρα της Βαγδάτης και της Μεδίνας και μετά πωλούνταν στο δυτικό Εμιράτο. Η οριστική κατάρρευση των Ομεϋάδων ανάγκασε τις ελίτ του Εμιράτου να έχουν qiyan μονάχα απ’ τον τόπο τους. Αιώνες μετά, η συνεργασία των Qiyan Krets –μιας ομάδας τεσσάρων γυναικών μουσικών από τη Σουηδία, τη Νορβηγία και τη Σκωτία– και της σουηδικής χοροδίας Oscar Fredriks (Kammarkör) χαρίζει στο κοινό μια εξαιρετική ερμηνεία του Kol dodi.
Αλλά, τι σημαίνει αυτό το τραγούδι; Από πού πηγάζει το ορμητικό του πάθος; Η ιστορία γράφει ότι οι στίχοι του είναι από ένα ερωτικό ποίημα, γνωστό ως «το πιο ωραίο τραγούδι» της Αγίας Γραφής. Κατάγεται από μια ανθολογία ερωτικών και γαμήλιων τραγουδιών, που υμνούν τον έρωτα και τα συναισθήματά του, με εικόνες και αγωνίες βγαλμένες από τη βουκολική Παλαιστίνη της εποχής μετά τον Σολομώντα. Οι αλληγορίες αυτών των τολμηρών τραγουδιών επέτρεψαν την ένταξή τους όχι μόνο στον εβραϊκό αλλά και τον χριστιανικό και δυτικό κανόνα. Κι όπως συνέβη με τα ομηρικά έπη της ίδιας περίπου εποχής, έτσι κι αυτά τα τραγούδια πήραν την τελική τους μορφή με το πέρασμα των αιώνων, φτάνοντας έως την αρχαία κλασική περίοδο.
Οι έρωτες που χάθηκαν
Το Kol dodi, λοιπόν, έρχεται μέσα από το «Σίρχασσιρείµ», το «Άσμα Ασμάτων» της Παλαιάς Διαθήκης, που αποδιδόταν στον Σολομώντα, και συγκεκριμένα από τον στίχο 8 στο Τραγούδι Β’. Στη μετάφραση των Εβδομήκοντα διαβάζουμε: «Φωνὴ ἀδελφιδοῦ μου· ἰδοὺ οὗτος ἥκει πηδῶν ἐπὶ τὰ ὄρη, διαλλόμενος ἐπὶ τοὺς βουνούς». Και στη μεταγραφή του Σεφέρη, (από την έκδοση του Ίκαρου με χαρακτικά του Τάσσου): «Φωνή του αγαπημένου μου· αυτός είναι που έρχεται ορμώντας πάνω στα βουνά, πηδώντας πάνω στους λόφους».
Όμως, το ερωτικό κάλεσμα έχει έρθει νωρίτερα, στο Τραγούδι Α και τον στίχο 15, όπου διαβάζουμε: «Ίδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή, ὀφθαλμοί σου περιστεραί» / «Όμορφη που είσαι, αγαπημένη, όμορφη που είσαι. Τα μάτια σου είναι περιστέρια». Κι αυτά τα λόγια μάς θυμίζουν ένα άλλο Άσμα Ασμάτων, από τη «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. «Τι ωραία είναι η αγάπη μου, με το καθημερνό της φόρεμα κι ένα χτενάκι στα μαλλιά». Λένε ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό τραγούδι που γράφτηκε ποτέ για το Ολοκαύτωμα. Ένα τραγούδι που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, και χάρισε στην παγκόσμια λογοτεχνία μια από τις πιο σπαρακτικές και συγκλονιστικές στιγμές της: «Κοπέλες του Άουσβιτς, του Νταχάου κοπέλες, μην είδατε την αγάπη μου;» Κοπέλες των στρατοπέδων θανάτου, είδατε την κοπέλα μου; Ο έρωτας ανθίζει ακόμα και μες στον πιο βαθύ θάνατο. Αλλά, παραμένει μετέωρος, υπενθυμίζοντας σε όλους το μεγάλο ερώτημα της ζωής: πού είναι οι αγαπημένοι μας;
«Ήσουν εσύ ο λόγος που κατάφερα να επιζήσω στο Άουσβιτς».
Πριν δυο μήνες οι New York Times έβγαλαν τη συγκινητική ιστορία του Ντέιβιντ Βίσνια και της Έλεν Ζίπι Σπίτζερ. Κάποτε υπήρξαν εραστές, μέσα στο Άουσβιτς, ανάμεσα στα κρεματόρια, υπό το βλέμμα των τεράτων και με τη βοήθεια των συγκρατουμένων τους. Ήταν από τους επιζώντες, παρά τα δύο και πλέον χρόνια εγκλεισμού τους στο κολαστήριο. Εκείνος 17, Πολωνός, εκείνη 25, Σλοβάκα. Είχαν υποσχεθεί να συναντηθούν στη Βαρσοβία μετά το τέλος του πολέμου, αλλά όπως λέει η παροιμία «όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει». Οι ζωές τους πήραν άλλη πορεία. Ο Νταβίντ και η Ζίπι ξανασυναντήθηκαν 72 χρόνια μετά, το 2016, στη Νέα Υόρκη. Την αναζήτησε εκείνος. Ήθελε να τη ρωτήσει κάτι που τον βασάνιζε όλα αυτά τα χρόνια. Πήγε συνοδεία των εγγονών του στο διαμέρισμά της στο Μανχάταν και τη βρήκε υπέργηρη και κλινήρη. Ο δικός της σύζυγος είχε πεθάνει πριν από δέκα χρόνια, δεν είχε παιδιά και ζούσε μόνη της. Στην αρχή δεν τον αναγνώρισε, αλλά μετά τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Η συνάντηση κράτησε δύο ώρες. «Ήσουν εσύ ο λόγος που κατάφερα να επιζήσω στο Άουσβιτς». Αυτό ήταν το ερώτημα του Νταβίντ. Η Ζίπι του απάντησε «σε έσωσα πέντε φορές από τη διαλογή». Πριν φύγει, του ζήτησε να της τραγουδήσει το τραγούδι που εκείνη του ‘χε μάθει στο Άουσβιτς. Κι εκείνος ήθελε να της δείξει ότι θυμόταν τους στίχους. Τι ωραία είναι η αγάπη μου. Δεν την ξανάδε. Η Ζίπι έφυγε πέρυσι σε ηλικία 101 ετών. Και η ζωή συνεχίζεται, όπως κάνει εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Η ανθρωπιά που δεν χάνεται
Η ζωή συνεχίζεται ακόμα και στους πιο πονεμένους τόπους. Η μελωδία του Θεοδωράκη στον «Αντώνη» από την «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» συνοδεύει το πιο γνωστό πατριωτικό τραγούδι στο Αφγανιστάν. Το «Watan (ishqe tu iftekharam)» («Πατρίδα, η αγάπη μου για ‘σένα είναι τιμή μου) τραγουδήθηκε το 1980 από τον θρυλικό Abdul Wahab Madadi και κρατά ως τις μέρες μας, όπως φαίνεται σε πλήθος βίντεο στο διαδίκτυο. Είναι τόσο ενταγμένη η μελωδία του Θεοδωράκη στη λαϊκή κουλτούρα των Αφγανών, που ένας αφγανός χρήστης του Youtube ανεβάζει Φαραντούρη γράφοντας «Το Watan στα ελληνικά». Ένας άλλος Αφγανός, πιτσιρικάς, εμφανίζεται στο σαλόνι του σπιτιού του, να τραγουδάει τον Αντώνη/Watan, φορώντας μπλούζα που γράφει New York.
Κι άλλοι συνομήλικοί του βρίσκονται κλεισμένοι σε νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης και νέες φυλακές ανά τον κόσμο. Βρίσκονται φυλακισμένοι κι εδώ στην Ελλάδα, όπου πρωτοτραγουδήθηκε το «Άσμα Ασμάτων» του Μαουτχάουζεν. «Κι εμείς το ανεχόμαστε;» θα ρωτούσε ο κάθε Νταβίντ και η κάθε Ζίπι. Και δεν είναι φασίστας όποιος λέει «όλοι μέσα»; Και δεν είναι φασίστας όποιος γράφει για «εγκλήματα πάθους»; Μα, είναι, αγάπη μου. Και δεν έχει σχέση ούτε με την αγάπη, ούτε με τον έρωτα, παρά μόνο είναι ένα κύμβαλο αλαλάζον, όπως λέει ένας άλλος ύμνος προς την αγάπη, απ’ τα ίδια καταγωγικά κείμενα των θεϊκών μας ανησυχιών.
Και μ’ όλα τα παραπάνω κατανοούμε ότι η αγάπη κι ο έρωτας, μ’ όλες τις αντιφάσεις και τις ματαιώσεις της ζωής, σε μετακινούν στον χώρο και τον χρόνο με απαράμιλλο τρόπο. Και δεν είναι η ιπτάμενη τσαγιέρα του Ράσελ, αλλά ένα νήμα που πλέκει τα πιο απίθανα σημεία. Πιάνουμε ένα τραγούδι για τον έρωτα και ταξιδεύουμε από τη μία άκρη του κόσμου στην άλλη, διατρέχοντας τρεις χιλιάδες χρόνια, με όλα τα νοήματα και τις επανανοηματοδοτήσεις, τις χαρές και τα δράματα, αυτά που θέλουμε να θυμόμαστε κι αυτά που θέλουμε να ξεχνάμε. Παλεύοντας για την ανθρωπιά ακόμα κι όσων την έχασαν κάπου στην πορεία. Ακούγοντας τη «φωνή των αγαπημένων», το μοναδικό στ’ αλήθεια σταθερό σημείο στον κόσμο. ■
(Δημοσιεύτηκε στα «Ενθέματα» της Αυγής, την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020).