Έχει περάσει ένας μήνας από τότε που η Γκρέτα Τούνμπεργκ έστειλε το ηχηρό μήνυμά της από τη Νέα Υόρκη, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι ισχυροί του πλανήτη για τη σύνοδο κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα. Κάποιοι εκεί την υποδέχτηκαν μετά βαΐων και κλάδων, κάποιοι άλλοι πετώντας λίθους, διαδικτυακούς ως επί το πλείστον –κι ως είθισται κατά τα ήθη των καιρών. Απ’ την άλλη, ο Ντόναλντ Τραμπ προτίμησε να την προσπεράσει, για να εισπράξει ένα άγριο, εφηβικό βλέμμα. Στο δε Twitter, στο προσφιλές του μέσο αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας με τα πλήθη, ο συντηρητικός ηγέτης προτίμησε να γράψει ότι «φαίνεται να είναι ένα πολύ χαρούμενο, νέο κορίτσι, που προσμένει ένα λαμπρό και υπέροχο μέλλον, τόσο ωραίο να το βλέπεις». Η νεαρή ακτιβίστρια πήρε την ειρωνεία του αμερικανού Προέδρου και την έβαλε στην ταυτότητα της σελίδας της στο twitter, απαντώντας έτσι έμμεσα στον μεγάλο της αντίπαλο. Είναι τουλάχιστον αξιοπερίεργο που αυτά τα δύο πρόσωπα συνιστούν κάποιου είδους αντιθετικό δίπολο στον δημόσιο διάλογο διεθνώς. Κανείς δεν θα περίμενε, φερειπείν, πριν από λίγα χρόνια να προβάλλεται ως αντίπαλο δέος του Τραμπ μια 16χρονη από τη Σουηδία.
Κάπου εδώ ανοίγει ένας μεγάλος διάλογος για το αν είναι η μικρή Γκρέτα που αντιπαρατίθεται με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ ή αν πίσω της κρύβονται επικοινωνιακοί σύμβουλοι και λόμπι συμφερόντων. Ακόμα κι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, γεγονός παραμένει ότι με τη δράση της η Γκρέτα Τούνμπεργκ έχει καταφέρει να ευαισθητοποιήσει εκατομμύρια πολίτες ανά τον κόσμο για την κλιματική αλλαγή. Είναι αυτή η δράση της που έχει οδηγήσει εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές στους δρόμους, όπως δεν κατάφεραν παραδοσιακές δυνάμεις της πολιτικής να κάνουν μέχρι σήμερα. Μιλάμε πάντα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και, εν τέλει, για όλα τα ζητήματα που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος. Η οικολογική ατζέντα είναι παλιά, κάποιος όμως κατάφερε να την επικαιροποιήσει. Μέχρι να συμφωνήσει ο κόσμος της Αριστεράς και της Οικολογίας για τα κίνητρα και τις προθέσεις αυτού του κάποιου ενδεχομένως να πάρει πολύ καιρό –περισσότερο από εκείνα τα 10-12 χρόνια, τα οποία δίνουν περιθώριο οι επιστήμονες, προκειμένου να ανασχεθεί η αύξηση της θερμοκρασίας των ωκεανών πάνω από ένα όριο, πέρα από το οποίο κάθε μικρομεταβολή της θερμοκρασίας θα προκαλεί ανυπολόγιστες καταστροφές και αστάθεια στο οικοσύστημα.
Ένας μήνας έχει περάσει από το μεγάλο ντιμπέιτ που ξέσπασε γύρω από το πρόσωπο μιας νεαρής Σουηδής. Έκτοτε, τίποτα δεν έχει αλλάξει στα ανοιχτά μέτωπα-πληγές του πλανήτη: στη Συρία, τη Μεσόγειο, την Υεμένη, την υποσαχάρια Αφρική, τον Αμαζόνιο, αλλά και στα γκέτο των μεγάλων μητροπόλεων. Απέναντι σ’ αυτά κι άλλα δράματα, ουσιαστικές λύσεις δεν δίνονται. Οι πληγές ανοίγουν περισσότερο και μαζί τους η ατέρμονη ανταλλαγή σχολίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι δίκες προθέσεων στα τηλεοπτικά σόου και τα ψηφιακά χαρακώματα, όπου τον πρώτο λόγο έχει η δολοφονία χαρακτήρων. Ο κόσμος της αναβαπτισμένης δεξιάς δεν περιμένει. Έχει ξεκαθαρίσει μες στο μυαλό του πώς επιθυμεί τα πράγματα και για ποιους τα επιθυμεί. Αν το συντηρητικό ακροατήριο βγάζει τέτοια χολέρα για μια 16χρονη ξανθιά, λευκή Σουηδή από τη μεσοαστική τάξη της Στοκχόλμης με γνωστούς κι αναγνωρίσιμους γονείς εντός κι εκτός των συνόρων της χώρας της, μόνο και μόνο επειδή τόλμησε να φωνάξει «πώς τολμάτε» στους ισχυρούς του πλανήτη, υπερασπιζόμενη τον διεθνή αγώνα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καταλαβαίνει κανείς πώς το ίδιο ακροατήριο βλέπει τους συνομήλικούς της πρόσφυγες, κι όλους τους εφήβους που προέρχονται από φτωχές οικογένειες ή χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, τους περιθωριοποιημένους νέους, τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Αν αλλάξει προς το καλύτερο ο κόσμος, θα αλλάξει από αυτά τα παιδιά και γι’ αυτά τα παιδιά.
(Δημοσιεύτηκε στα «Ενθέματα» της Αυγής, το Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019).