Η ιστορία καταγράφει στα ξημερώματα μερικές από τις πιο δραματικές στιγμές της. Για κάποιο λόγο οι ήρωες καταγράφονται τις μικρές ώρες.
Αυτές οι μικρές ώρες ανήκουν στα αεροδρόμια, τις σκοπιές, τις οικοδομές, τα πρώτα διόδια, τα χωράφια, γενικά στους τόπους της φυγής και της μεγάλης μετάβασης ή στους τόπους του μεγάλου εγκλωβισμού. Σαν να μη χωράει μέση κατάσταση το ξημέρωμα. Στην πολιτική κανένα ξημέρωμα δεν είναι σαν αυτό της 13ης Ιουλίου 2015, κι ας προσπαθούν να το αποδομήσουν όσοι τότε κοιμούνταν.
Η ιστορία καταγράφει στα ξημερώματα μερικές από τις πιο δραματικές στιγμές της: αμφίβολες εκλογικές αναμετρήσεις, πραξικοπήματα, τις ώρες πριν από μια μεγάλη μάχη, αλλά και το καπνισμένο κι άψυχο πεδίο μετά το πέρας της. Ακόμη και ο ήλιος που θα ανατείλει από τη Δύση είναι το πιο μεγάλο πολιτικό στοίχημα της ιστορίας που γίνεται μύθος, οδηγώντας σε θυέστεια δείπνα. Και δεν χρειάζεται να πούμε γιατί ο ήλιος ο πράσινος που ανατέλλει είναι το σπουδαιότερο πολιτικό brand που έβγαλε αυτή η γενεαλογία. Η υπόσχεση ενός μόνιμου ξημερώματος, μιας διαρκούς αφετηρίας, που ενώ μπορεί να σημαίνει ταυτόχρονα ανατολή και δύση, είναι ακριβώς αυτή η κινηματική προϋπόθεση της ενεργής ματιάς που το καθιστά ξημέρωμα. (Σαν χαθεί αυτή η τελευταία, μεταφέρεται αυτόματα δώδεκα ώρες μετά).
Για κάποιο λόγο οι ήρωες καταγράφονται τις μικρές ώρες. Σε καιρούς εργασιακής δυστοπίας, όσοι οδεύουν προς τη δουλειά τους στο ξημέρωμα διακρίνονται για κάτι απροσδιόριστα ηρωικό, το οποίο αμέσως χάνεται όταν εισέρχονται στη συντριπτική κανονικότητα. Η κανονικότητα σκοτώνει τον καθημερινό ήρωα, όπως η υπέρβασή της τον γεννά ξανά και ξανά. Κι αυτό γίνεται κάθε μέρα.
Η ιστορία καταγράφει στα ξημερώματα μερικές από τις πιο δραματικές στιγμές της. Για κάποιο λόγο οι ήρωες καταγράφονται τις μικρές ώρες.
Βεβαίως, κάθε εποχή ή γενιά έχει το ξημέρωμα που της αξίζει. «Πριν το χάραμα μονάχος» τραγουδά ο βάρδος, «ξημερώματα δίνεις δικαιώματα» τραγουδά η βάρδια ή «ξημερώματα δίνεις επιδόματα», όπως μπορεί να μετεγγράψει το φθηνό σε κάτι φθηνότερο ένας δευτεροκλασάτος ήρωας της πολιτικής, που ειρήσθω εν παρόδω δεν θα καταλάβει ποτέ και σε κανένα ξημέρωμα πως «άδειοι οι δρόμοι δε φάνηκε ψυχή / και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη Δύση / και ‘γω σε γυρεύω σαν μοιραία λύση / και σαν Ανατολή και σαν Ανατολή». Γιατί, αυτός ανήκει μόνο στον εαυτό του. Και κανένας ήρωας δεν μπορεί να ανήκει μόνο στον εαυτό του.
Το ξημέρωμα δεν είσαι σίγουρος αν ανήκει στη μέρα που έφυγε ή στη μέρα που έρχεται. Έτσι και οι ήρωες δεν ξέρεις αν ανήκουν σε αυτούς που μένουν πίσω ή σ’ αυτούς που συνεχίζουν. Μάλλον αυτή η μετεώριση είναι που τους καθιστά απόλυτα φευγάτους και απόλυτα εγκλωβισμένους ταυτόχρονα.
Το ξημέρωμα είναι μια ασταθής ουτοπία, ασταθής όπως ένα υποατομικό σωματίδιο ή όπως ένα συναίσθημα πληρότητας. Κι όπως γράφει ο Όσκαρ Ουάιλντ, μιλώντας για την ψυχή του ανθρώπου στον σοσιαλισμό, «αν ένας χάρτης του κόσμου δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία, δεν αξίζει ούτε μια ματιά μας, γιατί αφήνει απ’ έξω τη μοναδική χώρα στην οποία φτάνει πάντα η ανθρωπότητα. Κι όταν φτάνει εκεί η ανθρωπότητα, αγναντεύει πιο πέρα και, βλέποντας μια χώρα καλύτερη, σαλπάρει». ■