Ένα έθνος-κράτος σαν το δικό μας, που εκ των πραγμάτων βρίσκεται στο επίκεντρο προαιώνιων ανταγωνισμών, θα έπρεπε τουλάχιστον να έχει μια ελάχιστη συνοχή και έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει έρευνα που έγινε με την μέριμνα του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών για την σύγχρονη αντίληψη των νεοελλήνων σχετικά με την Επανάσταση του 1821. Ανάμεσα στις σπουδαίες μορφές που συνέτειναν στην νίκη και στην εγκαθίδρυση του νεοελληνικού κράτους ξεχωρίζουν μόνο οι ηρωικές φιγούρες του πολεμικού κομματιού της Επανάστασης. Πρώτος από όλους ο Κολοκοτρώνης.

Οι πολιτικοί ηγέτες, μεταξύ αυτών οι καθοριστικοί για την έκβαση της επανάστασης Μαυροκορδάτος και για την συγκρότηση του κράτους Καποδίστριας παραμένουν σχετικά στην αφάνεια – και με αντιφατική, μάλιστα, αποτίμηση. Ο Ρήγας, που εμπνεύστηκε την κοινωνική εξέγερση της μετα-φεουδαρχικής εποχής, ένα πρωτοπόρο πνεύμα για όλη την Ευρώπη, απολαμβάνει στις συνειδήσεις των νεοελλήνων την 15η θέση.

Είναι φανερό ότι ο απόηχος της απαξίωσης του οικονομικού υπόβαθρου της επανάστασης και, κυρίως, της συμβολής του πολιτικού κόσμου σε αυτήν, που ξεκίνησε με την απαρχή των εμφύλιων σπαραγμών ήδη κατά την διεξαγωγή της επανάστασης, καλά κρατεί. Και ο πολιτικός κόσμος της εποχής μας, όντως, συντείνει στην διαιώνιση της αντίληψης αυτής με τον κοτζαμπάσικο χαρακτήρα του. Ωστόσο, μήπως πρέπει να μιλήσουμε και για την βάση της κοινωνίας; Τον τρόπο που συγκροτούνται τα συμφέροντα και η συνείδηση στην διαχρονικά αήττητη μικροαστική της βάση, πέραν ιδεολογικής τοποθέτησης; Αυτό και αν απαιτεί πνευματική ωριμότητα!

Διότι το νεοελληνικό κράτος εξακολουθεί να αποτελεί μια συνένωση φατριών και συντεχνιών με τοπικά χαρακτηριστικά, που, όσο οξύμωρο και αν φαντάζει, εξακολουθεί να επηρεάζει την εικόνα της χώρας σε μια ευρεία κλίμακα.

Ένα άλλο στοιχείο που έχει την σημασία του είναι το εξής: η πλειονότητα των ερωτηθέντων συνηγορεί ότι για την επικράτηση της επανάστασης οι Ρώσοι βοήθησαν σε πολύ πιο καθοριστικό βαθμό σε σχέση με τους Άγγλους.

Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι το νεοελληνικό κράτος, ιδιαίτερα σαν αυτόνομη πολιτική οντότητα, όχι μόνο χρωστά την ύπαρξη του στις αγγλικές πρωτοβουλίες, αλλά ιδιαίτερα στις πρωτοβουλίες αυτές που σχετίζονται με τα συμφέροντα των Άγγλων να μην προκύψει ένα ημι-αυτόνομο ελληνικό κράτος υπό την κυριαρχία του Σουλτάνου… όπως το επεδίωκαν οι Ρώσοι.

Διότι, εφόσον το θρήσκευμα αποτέλεσε εξαρχής αναφαίρετο συστατικό στοιχείο του κράτους μας, από εκεί βγαίνει ότι οι ομόδοξοι Ρώσοι είναι φύσει σύμμαχοι σε αντίθεση με τους Άγγλους. Ανεξάρτητα από τα ιστορικά στοιχεία.

Ανεξάρτητα από την ιστορική έρευνα, επιπλέον, οι μύθοι του κρυφού σχολείου, του ρόλου της Εκκλησίας στην Επανάσταση, ή του ίδιου του αφετηριακού της γεγονότος, παραμένουν βαθύτατα ζωντανοί.

Το πραγματικό Βυζάντιο

Αυτή είναι μια πολύ καλή απαρχή για να μιλήσει κανείς για την νεοελληνική σχιζοφρένεια του «ανήκομεν εις στην Δύσην» και την παράλληλη επιβίωση χιλιαστικών δοξασιών για την προέλευση και το μέλλον της Ελλάδας ως ηγετικό κομμάτι και κληρονόμο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, βέβαια, παρότι έχει μείνει στην Ιστορία κυρίως ως μια Αυτοκρατορία γεμάτη ίντριγκες και βία, είναι αντίστροφα, στην πραγματικότητα, ίσως το πρώτο παλλαϊκό κράτος της μοντέρνα εποχής. Πριν, μάλιστα, από την μοντέρνα εποχή.

Υπήρξε ένα κράτος που διοικούνταν από κοσμοπολίτες διανοούμενους, η πνευματική ελίτ αντιστοιχούσε όντως στον χαρακτήρα της με δημόσια αντανάκλαση, ενώ η ατομική ζωή και ελευθερία ήταν πολύ πιο προστατευμένη και σεβαστή από όλες τις αυτοκρατορίες της προηγούμενης και αμέσως επόμενης εποχής.

Μπορεί εξαιτίας του γαλλικού ρομαντισμού και του ρωμαϊκού κλήρου η απήχηση και το περιεχόμενο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας να έχει διαστρεβλωθεί, ωστόσο τα πνευματικά της κέντρα αποτέλεσαν προοίμιο της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Τίποτα από όλα αυτά, βέβαια, δεν απασχολεί τους σύγχρονους νεοέλληνες, όταν μιλάνε για το Βυζάντιο και την Αγία Σοφία που πάλι με χρόνια θα ‘ναι «δική μας».

Κληρονόμος του χώρου και του πνεύματος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν θα μπορούσε να είναι ο απλοϊκός και αβαθής Μωαμεθανισμός, όσο και αν αξιοποίησε αρκετά την κρατική δομή του Βυζαντίου. Κληρονόμος του χώρο, ύστερα από αλλεπάλληλες αναγεννήσεις, υπήρξε η τσαρική Ρωσία και η Σοβιετική Ένωση. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που στην μεταψυχροπολεμική εποχή μας ένα από κύρια πεδία ανταγωνισμών για κυριαρχία εξακολουθούν να είναι οι βασικοί χώροι όπου κρίθηκε η ηγεμονία του Βυζαντίου.

Σήμερα, η Υπερκαυκασία, τα Βαλκάνια, η Μαύρη Θάλασσα και η ΝΑ Μεσόγειος αποτελούν το επίδικο ανάμεσα στις παλιές και νέες οντότητες περιφερειακής και παγκόσμιας ηγεμονίας.

Όταν η νέα Αγία Σοφία θεμελιώθηκε, ο Μωάμεθ δεν είχε ακόμη γεννηθεί. Από τον επόμενο αιώνα στην περιοχή ανταγωνίζονταν ήδη τέσσερις σπουδαίες θρησκείες: ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός, ο μωαμεθανισμός και ο απερχόμενος ζωροαστρισμός.

Το σχετικό καταστάλλαγμα του αποτυπώματος της επιρροής των θρησκειών αυτών στους λαούς της Μέσης Ανατολής και της Μικράς Ασίας συντελέστηκε πολύ πριν το 1453, οπότε και η Αγία Σοφία έγινε τζαμί. Πολύ αργότερα ο Κεμάλ την έκανε μουσείο, επειδή με αυτόν τον τρόπο ήθελε να αναδείξει τον κοσμικό χαρακτήρα του νεοπαγούς κράτους που γεννήθηκε ως τέκνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όπως τέκνο της είναι και η Ελλάδα, εξάλλου.

Η διαμόρφωση του διαθρησκευτικού και οικουμενικού χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας, επομένως, μετρά λιγότερο από έναν αιώνα. Μια στιγμή μες στην αιωνιότητα. Πρόκειται για τον αιώνα της παγκοσμιοποίησης, τον 20ο αιώνα, που την πορεία του δεν ανέκοψε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Ψυχροπολεμικός Κόσμος.

Όλα δείχνουν ότι ισχυρές ομάδες πίεσης και αντικρουόμενα συμφέροντα εξωθούν τον κόσμο σε νέες διαιρέσεις και ολέθριους ανταγωνισμούς. Πέραν του θέματος της Αγίας Σοφίας, πιο σημαντική απειλή στέκει η δεδηλωμένη πρόθεση του Ισραήλ να οικειοποιηθεί τον χώρο όλων των θρησκειών, τα Ιεροσόλυμα.

Ζούμε σε καιρούς που αμφισβητούν την πορεία που πήρε η ανθρωπότητα με κόπο και αίμα τους τελευταίους αιώνες. Όχι μάταια οι πιο σοβαροί διανοούμενοι υπογράμμισαν την αυγή του 2000, με τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους, ως αιώνα της νέας διαμάχης των Πολιτισμών.

Τώρα, πώς συνδέονται όλα αυτά με την αρχή του κειμένου, θα πει κανείς. Μα, επειδή ένα έθνος-κράτος σαν το δικό μας, που εκ των πραγμάτων βρίσκεται στο επίκεντρο προαιώνιων ανταγωνισμών, θα έπρεπε τουλάχιστον να έχει μια ελάχιστη συνοχή και έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή.

Ωστόσο, είμαστε έθνος ανάδελφο, όπως λέγεται, εξαιρετικά ευάλωτο στις ταυτοτικές του συγκροτήσεις, που μετράνε δύο αιώνες αναλλοίωτες, με τις βασικές οικονομικές και πολιτικές του αντιθέσεις σχετικά ανολοκλήρωτες. Η κρίση που ιστορικά χτυπάει την περιοχή και τον πλανήτη βρίσκει την Ελλάδα, ως κλειστή οικονομία και κράτος που εξακολουθεί να είναι, σε μια δική της κρίση ταυτότητας.

Και όλα δείχνουν ότι η Ελλάδα θα βγει βίαια από την φάση της ανωριμότητας της. Αλλιώς, δεν θα παραμείνει ως έχει. Την ημέρα που η Τουρκία ανακοινώνει την οικειοποίηση ενός οικουμενικού μνημείου με τεράστιο συμβολικό χαρακτήρα, στην Ελλάδα δεν είναι εφικτή μια ελάχιστη συνεννόηση για το πώς θα γίνονται οι συναθροίσεις, και το ίδιο το κορυφαίο αυτό γεγονός δύσκολα θα αποφύγει τη βάσανο των τρεχουσών πολιτικών διαξιφισμών της καθυστερημένης Δεξιάς και Αριστεράς του τόπου. ■

(Δημοσιεύτηκε στο Facebook, το Σάββατο 11 Ιουλίου 2020).

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.