Στον μακρόκοσμο των συναισθημάτων, τα κουτιά διατηρούν την κλασική τους λειτουργία, όπως τη γνωρίζουμε από τον μύθο της Πανδώρας.
Βλέποντας ένα κουτί αμέσως αντιλαμβανόμαστε τη γεωμετρία του. Είτε κύβος είτε ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, το κουτί μας έχει πάντα έξι έδρες, οκτώ κορυφές και δώδεκα ακμές. Διαφέρει από ένα οποιοδήποτε άλλο κουτί μόνο στο υλικό απ’ το οποίο είναι φτιαγμένο, στο μέγεθός του και στο περιεχόμενό του. Συνήθως πρόκειται για ένα χάρτινο κουτί, οπότε η γλώσσα το καταχωρεί ως χαρτόκουτο. Για τα υπόλοιπα υλικά το ουσιαστικό διακρίνεται πάντα από το επίθετο, καθώς μιλάμε για σιδερένιο, πλαστικό ή γυάλινο κουτί. Υπάρχει και το μουσικό κουτί, όργανο που παράγει μουσική από την περιστροφή ενός κυλίνδρου με καρφιά πάνω σε μια σειρά μεταλλικών ελασμάτων. Το μουσικό κουτί ξεκίνησε ως ένα διακοσμητικό αποθηκευτικό μέσο, προορισμένο να φυλάσσει τα καθημερινά μικροαντικείμενα ενός τζέντλεμαν της νεωτερικότητα. Με πέρασμα του χρόνου και την ενηλικίωση της νεωτερικότητας εξελίχθηκε σε ένα νυκτό, ημιαυτόματο όργανο που περικλείει νοσταλγικούς ήχους σε περίτεχνα τεχνουργήματα από ξύλο. Ως εκ τούτου, μπορεί να τοποθετηθεί δίπλα στα υπόλοιπα κουτιά μονάχα με το κριτήριο της καταγωγικής του σχέσης. Ήταν κάποτε ένα κουτί σαν όλα τα άλλα, μα τώρα πια υπάρχει μόνο ως κουτί ειδικού σκοπού, ένα κουτί που συνήθως προορίζεται για χρυσαφικά που όλα μαζί χωράνε στην παλάμη ενός χεριού και το οποίο —ανεξάρτητα αν γεμίσει ή μείνει άδειο— διεκδικεί μια περίοπτη θέση ως διακοσμητικό αντικείμενο.
Τα περισσότερα κουτιά δεν διακρίνονται για την αποκλειστικότητα του προορισμού τους. Φτιάχνονται μαζικά κι όσο πιο ευτελές είναι το υλικό της κατασκευής τους, τόσο δυσκολότερα μπορεί κανείς να προβλέψει το περιεχόμενο που θα αποκτήσουν. Χιλιάδες πανομοιότυπα κουτιά από πλαστικό ή χαρτί στις προθήκες των πολυκαταστημάτων προορίζονται για να αποθηκεύσουν αντικείμενα μεγαλύτερα ή μικρότερα, που το πιθανότερο είναι να μην έχουν θέση στο άμεσο οπτικό πεδίο της καθημερινότητάς μας. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν έχουν αξία. Κλεισμένα στο κουτί, παραμένουν με έναν ιδιότυπο τρόπο μέρος της ζωής μας. Καταχωρούνται με τις έξι έδρες, τις οκτώ κορυφές και τις δώδεκα ακμές τους σε κάποιο περιθώριο, αλλά δεν απορρίπτονται. Πόσο μάλλον όταν για πολλά από αυτά τα κουτιά η αρχική χρήση τους μπορεί να συνδέεται με την ιδέα του δώρου ή της προσφοράς.
Κάπως έτσι τα τελευταία ογδόντα χρόνια στη Φινλανδία, οι μέλλουσες μαμάδες λαμβάνουν από το κράτος ένα κουτί με τα βασικά για τους πρώτους μήνες του μωρού τους: κορμάκια, σεντόνια, πετσέτα, υπνόσακος, προϊόντα καθαρισμού και είδη περιποίησης, γάντια, καλτσάκια, σκουφάκι, κλινοσκεπάσματα κι ένα μικρό στρώμα περιέχονται σε αυτό το ταπεινό κουτί, που βοήθησε να μειωθεί δραματικά η παιδική θνησιμότητα στη χώρα σε καιρούς γενικευμένης κρίσης. Το κουτί αυτό —χωρίς τη μία έδρα του— έγινε το πρώτο κρεβάτι για εκατομμύρια Φινλανδούς που γεννήθηκαν μετά το 1938, ένα στοιχείο ταυτότητας για μια φτωχή χώρα που κατάφερε να ξεφύγει από το περιθώριο της ιστορίας και τα δεινά του πολέμου.
Στην κλασική μηχανική των κουτιών υπάρχουν τρεις νόμοι. 1) Κάθε κουτί θα παραμείνει κλειστό αν δεν ανοιχτεί. 2) Όσο μεγαλύτερο είναι ένα κουτί τόσο περισσότερα αντικείμενα της ίδιας μάζας μπορεί να περιέχει. 3) Κάθε κουτί που προσφέρεται προκαλεί συναισθηματική ένταση ίσου μέτρου. Μεταγενέστερες θεωρίες αναίρεσαν την αλήθεια αυτών των νόμων, φέρνοντας τα κουτιά σε αδιέξοδα, όπως έδειξε το νοητικό πείραμα της γάτας του Σρέντιγκερ, που δεν ξέρει κανείς αν ζει ή έχει πεθάνει. Όμως, στον μακρόκοσμο των συναισθημάτων, τα κουτιά διατηρούν την κλασική τους λειτουργία, όπως τη γνωρίζουμε από τον μύθο της Πανδώρας —όπου το κουτί δεν ήταν καν τέτοιο.
Στην Καμπούλ, την πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, λειτουργεί εδώ και δύο μήνες μια έκθεση κουτιών. Τα κουτιά αυτά είναι γυάλινα και διατηρούν όλες τις ιδιότητες ενός τυπικού κουτιού. Το περιεχόμενό τους είναι καθημερινά αντικείμενα. Παιχνίδια, ρούχα, φωτογραφίες, σημειώματα, όλα αντικείμενα ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους σε σαράντα χρόνια βίας και πολέμου. «Είμαι ακόμα ζωντανός» γράφει το σημείωμα του φυλακισμένου Νταγούντ Σαρίφ από το 1979, έναν μήνα πριν εκτελεστεί. «Θέλω να δει ο κόσμος ποιον άνθρωπο έχασα», λέει η 26χρονη Νιλοφάρ Μπαγιάτ, δείχνοντας το τετράδιο του μικρού της αδερφού της, Ασάντ, που έχασε τη ζωή του 13 χρονών το 1994 σε πυραυλική επίθεση. Τα «κουτιά της μνήμης», όπως ονομάζονται, είναι εκεί με τις έξι έδρες, τις οκτώ κορυφές και τις δώδεκα ακμές τους για να θυμίζουν, να τιμούν, να δικαιώνουν και να συμφιλιώνουν. Σε έναν ιδανικό κόσμο τα κουτιά θα θυμίζουν εκείνα της Φινλανδίας και όχι αυτά στο Αφγανιστάν. Θα ανοίγουν για να υποδεχτούν τη ζωή. Θα περιέχουν μονάχα την ελπίδα. Θα προσφέρονται για να φέρνουν χαμόγελα. Αν δε τα δούμε καλύτερα, θα θυμίζουν ευτυχισμένους ανθρώπους.
(Δημοσιεύτηκε στα «Ενθέματα» της Αυγής, την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2019).