«Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος, πήραμε τη ζωή μας (·) λάθος! Κι αλλάξαμε ζωή». Σ’ αυτή τη θάλασσα, σ’ αυτόν τον τόπο, όλη η ιστορία είναι μια άνω τελεία που μπαίνει και βγαίνει και κανείς δεν μπορεί να πει πότε είναι λάθος και πότε σωστή.

Κι αφού τον αποχαιρέτησαν οι σύντροφοι και οι συναγωνιστές, οι φίλοι οι παλιοί και οι νέοι, οι επίσημοι και οι κλειδοκράτορες όλων των υπαρκτών κι ανύπαρκτων παραδείσων που ρίζωσαν, κάρπισαν και ξεράθηκαν σ’ αυτή τη γη· κι αφού τον έκλαψαν και τον μνημόνευσαν όλοι οι πρωταγωνιστές –επώνυμοι κι ανώνυμοι– των ημερών, ο Μίκης μέσα στο γυαλιστερό φέρετρό του πήρε τον δρόμο για τη θάλασσα. Και μας ρώτησε τότε κάποιος: και πού πάει ο Μίκης; Πού πάει όλος αυτός ο κόσμος;

«Τι εννοείς πού πάει;» αποκριθήκαμε.

Δεν θα σας πω γι’ αυτά που είδα κι άκουσα τη μέρα, αλλά γι’ αυτά που μου ‘ρθαν μες στον σκιαγμένο ύπνο της νύχτας. Γιατί, νύχτα ταξίδεψε στη γη των προγόνων του, νύχτα έκανε το ταξίδι τ’ ανάποδο απ’ αυτό που έκανε ο μυθικός Θησέας, παίρνοντας μαζί με την ψυχή του τέρατος και την καρδιά της ομορφιάς απ’ την Κρήτη στην Αθήνα, για να χάσει έναν πατέρα κι αυτός σε μια θάλασσα που πήρε το όνομά του.

Μου ‘χε πει κάποτε κάποιος θυμόσοφος μέντορας πως αν υπολογίζαμε τον φόρο σ’ αίμα που έχει κατατεθεί στον τόπο μας, τώρα θα ‘μασταν οι κροίσοι του σύμπαντος κόσμου. Δεν είμαστε κι ούτε πρόκειται – και νέος κι άβγαλτος να ‘σουνα το καταλάβαινες πως ο κόσμος δεν μετριέται με φόρο ανά κεφάλι αλλά με πρόσωπα. Όμως, πάντα κάποιοι κλέβουν στο ζύγι της μοίρας, κι απ’ τ’ άδικο το μέτρημα που μαζεύεται με τα χρόνια (για το αίμα που δεν δικαιώνεται), έρχεται και «πετιέται από ‘ξαρχής, αντρεύει και θεριεύει», αυτή η «ρωμιοσύνη» – το ντόπιο όνομα που δώσαμε στα καλά κι ωραία για να συνομιλούμε με τον υπόλοιπο κόσμο με κάποια αξιοπρέπεια στα πρόσωπά μας.

Και που λέτε, έφυγε το φέρετρο από την «όμορφη πόλη» για τον Πειραιά και τη θάλασσα, κι εμείς ξοπίσω του να μας ρωτούν οι ψυχές, που αγνάντευαν από τον λόφο της Κοίλης και τις αλάνες της Κοκκινιάς τα κόκκινα φανάρια των αυτοκινήτων: «για ποιον λόγο πηγαίνετε στην Κομάλα;»

«Πάμε να δούμε τον πατέρα μας», αποκριθήκαμε στη γλώσσα των κονκισταδόρων που τους κατάπιε μια κατακτημένη γη, μια America Insurrecta, κατά πώς την εντόπισε ο χιλιανός ποιητής τη σκληρή σαν αλέτρι αλήθεια. «Ώρα χτεσινή, ώρα μεσημεριού, ώρα καρτερεμένη, ανάμεσα στο λεπτό που πέθανε και σ’ αυτό που γεννιέται». Η Αμερική δεν ανακαλύφθηκε. Την Αμερική την ανακαλύπτεις ελεύθερος. Τον τόπο σου τον ανακαλύπτεις ελεύθερος.

Γι’ αυτό μην την κλαίς· μην τον κλαις. Ξέρει τι έκανε, φεύγοντας διακόσια χρόνια απ’ όταν οι Σαμοθράκες αρνήθηκαν να πληρώσουν φόρο και κατασφάχτηκαν στο ιερό βουνό τους. Τα ‘χει αυτά ετούτη η θάλασσα που τον πήρε μαζί της για το τελευταίο του ταξίδι στο ρωμέικο. Απελευθερώθηκε από την ιστορία κι έβαλε εμάς βαθύτερα μέσα της· μέχρι να την αποχαιρετήσουμε κι εμείς την πολύ πιο μικρή μας ιστορία από κάποια ακροθαλασσιά. Έτσι μου ‘βγαλε το όνειρο και δεν έχω λόγο να πω ψέματα.

Είναι, λοιπόν, μερικά απογεύματα που έχουν χάσει τη θέση τους στον χρόνο. Ένα ήταν κι αυτό στη Μητρόπολη μες στο αποκαλόκαιρο που θύμιζε Νοέμβρη, σαν τον Νοέμβρη εκείνον που σμίλεψε τον μύθο του. Μπορεί, όμως, και να θύμιζε αυτή η μέρα μια χαμένη άνοιξη, σαν την άνοιξη της μεγάλης εξόδου, όταν «έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση»«καταμπροστά στον ήλιο»«οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες». Δεν ήμασταν εκεί στη σύναξη και κανείς δεν μας είπε στ’ αλήθεια πώς ήταν εκείνες οι μέρες. Παρά μόνο μας το τραγούδησαν με τον τρόπο τους εκείνοι που γκρέμισαν τις συνοικίες «το όνειρο» κι έχτιζαν και ξανάχτιζαν ισχυρές Ελλάδες για σαράντα και βάλε χρόνια και τώρα ξαναγκρεμίζουν τις συνοικίες χωρίς τ’ όνειρο. Δεν ήμασταν εμείς αυτοί στις συνάξεις, αλλά ήμασταν η υπόσχεση των τραγουδιών τους. Γι’ αυτό πάμε να βρούμε τους πατεράδες μας μαζί με τον Μίκη· να τους ρωτήσουμε όλους γιατί «όσο περισσότερο θαυμάζουν οι άνθρωποι “το Καλό, το Ωραίο, το Αληθινό”, τόσο περισσότερο βυθίζονται στον βούρκο και τόσο περισσότερο επιθυμούν να βυθιστούν».

«Πώς φέρονται εκείνοι που ξέρουν να εκδικούνται; Πού ξέρουν να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους;» αναρωτιέται ο βυζαντινός Ντοστογιέφσκι απ’ το Υπόγειό του, περιγράφοντας έναν κόσμο όπου «το αίμα τρέχει σαν ποτάμι, όπως στο γλέντι η σαμπάνια».

Ο καταπέλτης του πλοίου τρίζει στο πέρασμα του νεκρού. Δεν έχει περάσει καιρός από τότε που χιλιάδες άνθρωποι περνούσαν απ’ το ίδιο σημείο για να βρουν καταφύγιο στις διακοπές τους, «γιατ’ είχαν όνειρα πολλά και το λιμάνι είναι μικρό» στ’ αλήθεια. Τα ανθρώπινα, σε μια αδιάλειπτη συνέχεια, αφήνουν το ίχνος τους στον αέρα που έχει μυρωδιά από λάδι κι αλάτι, «μαζί με τα σοκάκια, μαζί με τα λιμάνια». Είπε πως θα ‘ταν «πάντα μόνος». Δεν ήταν.

«Μία φορά φοβήθηκα ότι θα πεθάνω. Όταν με οδήγησαν στην Μπουμπουλίνας. Αντί να κάνουν τα βασανιστήρια στο υπόγειο, τα έκαναν στην ταράτσα για να τρομοκρατούν τους γείτονες που άκουγαν τα ουρλιαχτά. Οδηγήθηκα μπροστά στον βασανιστή Λάμπρου. Με κοιτάζει με παγωμένο βλέμμα και μου λέει: “Το ξέρεις ότι η ζωή σου δεν κοστίζει τίποτα;” Φοβήθηκα πολύ, αλλά άρχισα να του τραγουδάω νότες. “Τι είναι αυτό ρε;” με ρωτά ο Λάμπρου. “Ο Ζορμπάς”, του απαντώ. “Η μουσική του Ζορμπά. Αν πεθάνω, κάθε φορά που θα ακούγεται θα σε κυνηγάει ο Ζορμπάς. Κι εσένα και τα αφεντικά σου”. Έτσι νομίζω τη γλίτωσα. Πρέπει να με γλίτωσε ο Ζορμπάς. Αλλιώς ήμουν ξεγραμμένος».

Όταν γράφει, ρωτά και ψάχνει η ιστορία, είναι η θάλασσα που έχει τις απαντήσεις. Η μάνα όλων. Κι εκεί μες στο σκοτάδι του Αιγαίου, σ’ ένα στίγμα πάνω στον χάρτη, σ’ ένα καράβι αταξίδευτο στ’ αλήθεια, μιας και δεν του ‘χε ξαναλάχει να κουβαλήσει τον πιο πολύτιμο θησαυρό της Ελλάδας σ’ αυτά τα χρόνια της χρεοκοπίας και της στάχτης· εκεί ανάμεσα στα κύματα που υψώνονται ολοένα και περισσότερο, μέχρι να συναντήσουν τη δεύτερη ισημερία· εκεί μέσα ένα φέρετρο κάπου ακουμπισμένο με όλα τα πρωτόκολλα κι απαραίτητα έγγραφα που δίνουν στο κράτος υπόσταση.

Εκεί, νύχτα καταμεσής στο πέλαγο ταξίδεψε για την τελευταία του κατοικία αυτός που έφτιαξε θεϊκή μουσική από τους πιο λαμπρούς στίχους του Αιγαίου. Για συνοδεία είχε τα τραγούδια στη Μητρόπολη, που άντεξαν το ταξίδι τόσο όσο αντέχουν τα ερτζιανά, τα βραχέα και τα δεδομένα κινητής, όπως μεταφέρουν συχνοτικά από νησί σε νησί και βράχο βράχο το μεγάλο ρέκβιεμ, σε πολλές μικρές δόσεις καημού και παράπονου. «Μια σιωπή μες στη σιωπή». Στην πραγματικότητα ήταν οι συχνότητες των ντιζελομηχανών, τα λόγια της πλώρης και τα σφυρίγματα του αέρα στην κουπαστή που έφτιαχναν πεντάγραμμο γι’ αυτή τη μυστικιστική πορεία, με νότες τα φινιστρίνια όπως ανεβοκατέβαιναν στο βουβό κύμα.

Σαν τα ναυτάκια μιας άλλης αστικής κι υπόγειας τέχνης που στέκονται εξαϋλωμένα τώρα στην ίδια προβλήτα και αποχαιρετούν, περιμένοντας να μπαρκάρουν με τον σάκο στους ώμους. Σε μια άλλη ζωή, τα ναυτάκια θα άφηναν τον σάκο και θα έμεναν αξενίτευτα στη στεριά να λιώσουν την πέτρα. Τον ίδιο σάκο τον παίρνουν τώρα παράμερα στην έρημη προβλήτα Έψιλον οι πρόσφυγες του μεγάλου κύματος, αόρατοι κι αυτοί μα πάντα εκεί· στην ίδια συχνότητα. Σε μια άλλη ζωή, οι πρόσφυγες θα άκουγαν την είδηση του θανάτου του από το σπίτι τους με το ραδιόφωνο να παίζει τον «Αντώνη» σε μια άλλη γλώσσα, ομονοώντας για το ποιοι είναι οι ήρωες που δεν φεύγουν ποτέ απ’ το πλάι μας. Σ’ αυτή τη ζωή παντού το ίχνος του φευγιού. Ο Μίκης φεύγει. Η κόρνα του πλοίου αντηχεί στο λιμάνι, ο λέοντας στην είσοδο βρυχάται, αυτό το απόγευμα είναι πράγματι βγαλμένο από μια εποχή που δεν είχε λόγια ή, τουλάχιστον, άλλα λόγια.

Κι ο κλήρος έπεσε στον καθέναν να αναμετρηθεί με τ’ όνειρό του και να το πει με τις δικές του λέξεις. «Αν το θυμηθεί». Γιατί, στ’ αλήθεια μέχρι το καράβι να πιάσει στεριά στη γη των Κρητών και των κριτών, αυτό το ταξίδι ήταν η τελική αναμέτρηση του Μίκη με την ιστορία και τους δαίμονές της – μόνος, ένας προς έναν, πολέμησε τον Δεκέμβρη, σαν ομηρικός ήρωας που κατεβαίνει στον Άδη και ξαναβγαίνει. Η Νέκυια του Μίκη πριν ξαναδεί τους συγχωριανούς του σε ένα περβόλι, «μες στους ανθισμένους κήπους, όπου σαν άλλοτε θα στήσουνε χορό και τον Χάρο θα καλέσουνε να πιούνε αντάμα και να τραγουδήσουνε μαζί». Γιατί, «τον περίμεναν να ‘ρθει»«Με φως να ντυθείς».

Και ποιο τραγούδι θα διάλεγαν οι νεκροί για να αποχαιρετήσουν αυτόν που τολμά να κατέρχεται στο βασίλειο της ανυπαρξίας; Ποιο απ’ όλα τα τραγούδια στ’ αλήθεια είναι η ιστορία των αγώνων μιας ζωής; Μια ζωή, έστω μία, να σώζεται απ’ τη μουσική, το «εγώ» γίνεται τελεσίδικα «εμείς», όπως θα έλεγε κι ο σύντροφος γενικός γραμματέας, και η ιστορία αλλάζει.

Και πορευόταν –μου έλεγε το όνειρο– το πλοίο το αταξίδευτο στον Σαρωνικό και χαιρετούσε ο ομηρικός ήρωας της Σαλαμίνας, ο Αίαντας, σάμπως να το ξανασκεφτόταν να εκδικηθεί με τ’ άδικο στο σπαθί του χιλιόμετρα μακριά. Και τον χαιρετούσαν οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες του Αγώνα, στοχαζόμενοι τα δικά τους στίγματα στον χάρτη. Και τον χαιρετούσαν κάτι αδιόρατες φιγούρες απ’ όλους τους ψαράδες που μάζεψαν δίχτυα στον Σαρωνικό ανά τους αιώνες, με το φανάρι σαν άλλοι γέροι στη θάλασσα, παλεύοντας με το ακατόρθωτο για το γεύμα άλλης μιας μέρας στα Περάματα του μάταιου τούτου κόσμου. Και τον χαιρέτησαν οι μεγάλοι καπετάνιοι και οι μπουρλοτιέρηδες και οι πειρατές. Αρόδο έξω απ’ ένα κυκλαδονήσι ο Μπαρμπαρόσας υποκλινόταν και το ξανασκεφτόταν να πάει το ματωμένο του ταξίδι στα Κύθηρα. Το ίδιοι συλλογίστηκαν και οι αθηναίοι ναύαρχοι. Συλλογίστηκαν λεύτερα και χαιρέτησαν τον μεγάλο Μίκη σ’ αυτό το όνειρα, πήραν τη ζωή τους· λάθος. Σ’ αυτό το όνειρο δεν θα πηγαίναν ποτέ στη Μήλο. Κοιμήσου εν ειρήνη τού είπαν όλοι.

Γιατί, σ’ αυτή τη θάλασσα, σ’ αυτόν τον τόπο, όλη η ιστορία είναι μια άνω τελεία που μπαίνει και βγαίνει και κανείς δεν μπορεί να πει πότε είναι λάθος και πότε σωστή.

Κι ήταν πολλοί, πάρα πολλοί μες στα δίκαια κι άδικα. Όλοι όσοι πορεύτηκαν και ξεπορεύτηκαν ανά τους αιώνες σ’ αυτήν τη θάλασσα – την ώρα που όλοι εμείς κοιμόμασταν βράδυ Τετάρτης προς Πέμπτη. Εκείνοι, όμως, ξαναζωντάνευαν, εξαϋλωμένες φιγούρες μέσα στη νύχτα του Αιγαίου, και απέτιαν φόρο τιμής στο πέρασμα του πλοίου που κατέβαινε για Κρήτη.

Κι απ’ τη Μακρόνησο, κρυμμένη πίσω απ’ τον ναό στο Σούνιο, κι απ’ το Ταίναρο και τις πύλες του Άδη, και πέρα ως πέρα μέχρι τις ακτές της Ανατολίας και τις βάρκες της απελπισίας, όλη η θάλασσα, οι βράχοι της, τα πλάσματά της και οι ανθρώπινες συνειδήσεις ξυπνούσαν, σιωπηλά κι ανταριασμένα να χαιρετήσουν αυτόν που τ’ όνομά του σημαίνει «συνδεδεμένος με τον Θεό» –Μιχαήλ–, μα που τόσο αυθάδικα και παιχνιδιάρικα οι συγκαιρινοί του το εξανθρώπισαν σε κουβεντολόι καθημερινό: ο Μίκης. Ο δικός τους Μίκης.

Να τον χαιρετήσουν και να ξανασκεφτούν τι έκαναν στη ζωή και τον θάνατο.

Μα, θα μου πείτε, αν όλοι αυτοί είχαν ξυπνήσει κι άλλαζαν μπροστά «στο φως που πατούσε χαρούμενο τον Άδη», τότε η ιστορία θα άλλαζε κι αυτή· και τότε πώς θα φτάναμε στο σήμερα εμείς;

Μα, να μην ξεχνάτε πως ο Μίκης δεν είναι πια αυτού του κόσμου, κι άρα μπορεί να παίξει με όλα τα «αν» της ιστορίας και των ιστοριών του.

Για μια νύχτα, λοιπόν, όσο κρατούσε το τελευταίο ταξίδι του Θεοδωράκη πάνω στη γη, τ’ όνειρο μού είπε πως όλοι οι μικροί και οι μεγάλοι της ιστορίας αναμετρήθηκαν με τον εαυτό τους ένας προς έναν, κερδίζοντας μια καλύτερη θέση στη μνήμη μας. Και, βρήκαν πως, πράγματι, «έτσι είναι· χωρίς εσένα θα ήμασταν αλλιώς». Κι αυτή ήταν η εξόδιος ακολουθία που στήθηκε μες στη νύχτα στα κρύα και σκοτεινά νερά του Αιγαίου.

Κι εμείς τραγουδήσαμε, απ’ τις μικρές Κυκλάδες έως τις συνοικίες με τα παιγμένα στα χαρτιά όνειρα, «το παιδί της νύχτας» σαν «ένας ίσκιος μοναχός, ένα δάκρυ από φεγγάρι, της αυγής ένας καημός».

Και πέρασε από κάθε παράθυρο και φινιστρίνι του Αιγαίου «το καλοκαίρι, και η συννεφιά, και όλης μας η αγάπη, και όλη μας η πίκρα, πέρασε και η χαρά».

Κι έφτασε ξημέρωμα το καράβι στα Χανιά και βγήκε εκείνος από μέσα Διγενής και τον βάσταγε ο Αντώνης, όλορθος στ’ αλήθεια με ανοιχτά διάπλατα τα χέρια να αγκαλιάσει τις μυρωδιές από χιλιάδες «μικρά ταπεινά λουλούδια». Στο λιμάνι τον περίμενε και ο Θεοτοκόπουλος –το όνειρο το λέει–, φιγούρα σεβάσμια και τολμηρή, ελεύθερος κι άφοβος αυτός αιώνες τώρα, (όπως το ‘χε ερμηνεύσει πάνω στον δικό του τάφο ένας άλλος Κρητικός, που παρατηρούσε κι εκείνος παραδίπλα). Είχε κάνει η ψυχή του Ελ Γκρέκο ταξίδι όλη τη Μεσόγειο, για να δει επιτέλους τον διάδοχό του στη συνείδηση της οικουμένης – όταν γίνεται συνείδηση το πώς μπορεί ο άνθρωπος να κάνει το σκοτάδι φως. Και μέσα στο πολύχρωμο πλήθος του ονείρου οι «κοπέλες του Άουσβιτς», οι ερωτευμένοι από το Άσμα Ασμάτων, η «τριανταφυλλιά» της Απαγωγής, το «αμάραντο ρόδο» στα αίματα της αγάπης, και το ένα αυτό «χελιδόνι», που απ’ το προηγούμενο δειλινό έχει πάει σαν Άγιο Πνεύμα τα νέα σε όλες τις μανάδες του κόσμου που περιμένουν τους γιούς τους.

Και αφού χαιρετήθηκαν όλοι κι αγκαλιάστηκαν, με τον τρόπο που αγκαλιάζονται οι άνθρωποι όταν παύει να υπάρχει χρόνος, σώπασαν και βουβά συνέχισαν προς τον Γαλατά. Οι καμπάνες σήμαναν. Τα φιλιά δόθηκαν. Τα δάκρυα στέρεψαν. Οι ρυτίδες σκάφτηκαν σαν χώμα στο πρόσωπο. Και κατάλαβαν οι ζωντανοί πως «τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας, δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει».

Και γύρισαν το πρόσωπο στο μέλλον, με τη βαρκούλα στον Γαλατά άδεια να παίζει με το κύμα, μια Ωδή στη Χαρά, που έσβησε για πάντα τις λεπτομέρειες στο «περιγιάλι το κρυφό»«πάνω στην άμμο την ξανθή», εκεί όπου οι λαϊκοί άνθρωποι διψούν για ζωή. Μόνο αυτοί ριζώνουν εκεί ελεύθεροι, ζωντανοί απ’ τη χαρά. Αν ρωτήσεις, έρχονται λαμπροί όπου υπάρχει ήλιος· ήλιος νοητός. Εκεί πάει κι εκεί τον ακολουθούμε.

«Θα τον “σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα”». Θα τον “σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο”».

«Ο ουρανός θα καμαρώνει και η γη θα χειροκροτά».

Αντίο.

(Από τη ραδιοφωνική εκπομπή Viral, που μεταδόθηκε την Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2021, στους 105,5 Στο Κόκκινο).

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.