Οι πολίτες αποδέχονται τον ρόλο που τους μοιράζει η εξουσία, έχοντας κατά νου ότι κάποια στιγμή θα πέσει η αυλαία του πανδημικού δράματος. Γιατί, δεν είναι ότι θέλουν να αυτοξαιρεθούν από τα υγειονομικά μέτρα. Να αυτοαναιρεθούν δεν θέλουν. Όμως, το δράμα συνεχίζεται χωρίς να προβλέπεται τέλος.
Μέσα στο σκοτάδι των άλλων συνειδητοποιούμε κάθε φορά στο τέλος πως είμαστε οι άλλοι. Αν μη τι άλλο η πανδημία έκανε ορατούς περισσότερους ανθρώπους απ’ όσους συνήθιζε να βλέπει κανείς στην ατομοκεντρική κανονικότητα του εξοντωτικού ανταγωνισμού και της υπερκαταναλωτικής μανίας. Όμως, ορατός δεν σημαίνει και εγγύς.
Στο πρώτο του διάγγελμα ο Πρωθυπουργός είπε μια τρομερή φράση, της οποίας το βάρος δεν έγινε εξαρχής αντιληπτό. «Μην φέρεστε ως υγιείς που δεν βγαίνουν για να μην νοσήσουν. Αλλά σκεφτείτε διαφορετικά: σαν να έχετε ήδη τον ιό και δεν πρέπει να τον μεταφέρετε σε άλλους».
Εν δυνάμει ασθενείς οι πολίτες κι εν δυνάμει ένα νοσοκομείο η κοινωνία, με την εξουσία να διεκδικεί ρόλο επιστημονικής αλήθειας. Και δείτε τώρα τη δυστοπία: υπάρχει η ασθένεια, υπάρχει η επιστήμη, αλλά δεν υπάρχει το νοσοκομείο. Θα μετρίαζε το δυστοπικόν του πράγματος η γνώση πως τουλάχιστον υπάρχει ένα νοσοκομείο. Τουλάχιστον ας υπήρχε νοσοκομείο. Αλλά, δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει το αναγκαίο για να μπορεί κανείς μέσα από έναν συλλογικό αγώνα να αντιμετωπίσει την πανδημία. Η κοινωνία αναιρείται.
Και η δυστοπία παίρνει πλέον πιο ξεκάθαρη μορφή: μια εξουσία που στις ιδεολογικές της καταβολές λέει ότι δεν υπάρχει κοινωνία και που στις πολιτικές τις εφαρμογές κάνει τα πάντα για να μην υπάρχει νοσοκομείο. Παριστάνοντας τον επιστήμονα, ζητά από τους πολίτες να αποδεχτούν τον ρόλο του ασθενούς και δεν δέχεται αντιρρήσεις, ξεκινώντας πειράματα πάνω στο κοινωνικό σώμα με πρόσχημα την πανδημία.
Και παρόλα αυτά οι πολίτες αποδέχονται τον ρόλο, έχοντας κατά νου ότι κάποια στιγμή θα πέσει η αυλαία του πανδημικού δράματος. Γιατί, δεν είναι ότι οι πολίτες θέλουν να αυτοξαιρεθούν από τα υγειονομικά μέτρα. Να αυτοαναιρεθούν δεν θέλουν. Όμως, το δράμα συνεχίζεται. Και φτάνει σε ένα σημείο όπου οι πολίτες-ασθενείς συνειδητοποιούν ότι το δράμα είχε αρχίσει από πιο παλιά και πως για κάποιους δεν προβλέπεται ποτέ τέλος, πόσο μάλλον happy-end.
Κι είναι στιγμές στην ιστορία που έρχεται ένα τραγικό συμβάν να διακόψει την παράσταση – εκτός σεναρίου μα σχεδόν προδιαγεγραμμένο από την τροπή που παίρνουν οι αυτοσχεδιασμοί. Πάντα αυτοσχεδιάζει η εξουσία με το κακογραμμένο σενάριό της, που άλλες φορές το έλεγε εκσυγχρονισμό και γενικά του έβαζε διάφορους τίτλους άνευ ουσιαστικού περιεχομένου, μόνο και μόνο για να κόβονται εισιτήρια. Το μόνο που καταφέρνει είναι να αναπαράγει τη φαυλότητα και την αυθαιρεσία της, καταφεύγοντας –ενώπιον κάθε αδιεξόδου– στη βίαια προσαρμογή της πραγματικότητας στις επιταγές της.
Κι ήρθε μια μέρα το 2008, 6 Δεκεμβρίου –δώδεκα χρόνια πριν–, η δολοφονία ενός 15χρονου μαθητή, που τον έλεγαν Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, να βάλει τέλος στην υποκρισία. Δεν ήταν κάποιος άλλος. Θα μπορούσε να ήταν ο καθένας. Γιατί, δεν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό η ευθεία αυτή βολή στην καρδιά. Ήταν απότοκο της συστημικής παθογένειας όπου οι κρατικοί μηχανισμοί δεν ελέγχονται, δεν λογοδοτούν. Οι ταραχές που ακολούθησαν εκείνον τον Δεκέμβριο στην Αθήνα, το σκηνικό πολέμου στους δρόμους, οι καταστροφές, οι μπαρουτοκαπνισμένοι δρόμοι, η ένταση στον αέρα και τα λόγια οργής συντάραξαν την υπνωτισμένη κοινωνία.
«Ο Δεκέμβρης δεν ήταν η απάντηση ήταν η ερώτηση», γράφτηκε τότε στους τοίχους. Και ήταν πολλές ερωτήσεις που συνέκλιναν σε ένα τεράστιο γιατί· αλλά και στο πότε επιτέλους θα τελειώσει αυτή η κακή παράσταση – η παράσταση όπου στο τέλος την πληρώνουν πάντα οι καλοί, ενώ οι κακοί αλληλοσυγχαίρονται.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η κοινωνία παρουσιάζεται ως ασθενής. Σε άλλες, μαύρες εποχές παρουσιαζόταν ως ασθενής δεμένος επί της χειρουργικής κλίνης. Σήμερα έχει το ελεύθερο να κάθεται στον καναπέ του, στο γραφείο, την οθόνη του. Αν τον Δεκέμβρη του ’08 ήσουν έφηβος και σήμερα στο ξεκίνημα της πιο παραγωγικής σου ηλικίας, διαπιστώνεις ότι η παράσταση άλλαξε απλώς τίτλο και συνεχίζεται κανονικά, με περισσότερα απλώς φώτα πάνω στη σκηνή. Η πλατεία παραμένει στο σκοτάδι. Απομακρυνόμαστε ακόμη περισσότερο από το ανθρώπινο. ■
(Από τη ραδιοφωνική εκπομπή Viral, που μεταδόθηκε την Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020, στους 105,5 Στο Κόκκινο).