Είμαστε ένας πολιτισμός των χεριών. Είτε αυτά σφίγγονται σε χειραψία, είτε υψώνονται ως γροθιά, είτε χαϊδεύουν τρυφερά κάτι, είτε τα περνάμε γύρω από την πλάτη και το κορμί ενός άλλου ανθρώπου για κουράγιο και για όλα εκείνα τα ευγενικά συναισθήματα που φέρνουν δυο πλάσματα κοντά.  Κι είμαστε ένας πολιτισμός των χεριών, χρησιμοποιώντας τα χέρια μας σε κάθε είδους τέχνη, κάθε δεξιότητα, λέμε πιάνουν τα χέρια κάποιου.

Και κάπου σε ένα άλλο σύμπαν οι άνθρωποι συνεχίζουν να χαιρετιούνται και να κρατάνε τα χέρια ο ένας του άλλου. Όπως συνηθίζαμε κι εμείς. Στον κόσμο που κλειδώσαμε σε καραντίνα έχουμε κλειδώσει μαζί το πιο αναγνωρίσιμο ίσως χαρακτηριστικό του πολιτισμού μας.

Είμαστε ένας πολιτισμός των χεριών. Είτε αυτά σφίγγονται σε χειραψία, είτε υψώνονται ως γροθιά, είτε χαϊδεύουν τρυφερά κάτι, είτε τα περνάμε γύρω από την πλάτη και το κορμί ενός άλλου ανθρώπου για κουράγιο και για όλα εκείνα τα ευγενικά συναισθήματα που φέρνουν δυο πλάσματα κοντά.

Κι είμαστε ένας πολιτισμός των χεριών, χρησιμοποιώντας τα χέρια μας σε κάθε είδους τέχνη, κάθε δεξιότητα, λέμε πιάνουν τα χέρια κάποιου.

Κι όταν είμαστε ανήμποροι λέμε ότι έχουμε δεμένα τα χέρια.

Από πάνω μας κρέμεται δε ένα δόγμα που κάποιος ευφυής φιλόσοφος τ’ ονόμασε «αόρατο χέρι της αγοράς». Κι όταν πάμε κόντρα σ’ αυτό το δόγμα κι όλα τα δόγματα που υποτάσσουν τους ανθρώπους σε κάθε είδους εξουσίες, μιλάμε για χειραφέτηση.

Κι όταν στεκόμαστε απέναντι στο άγνωστο, είναι τα χέρια που αναλαμβάνουν την εξερεύνηση εκεί που σταματούν να ανακαλύπτουν τα μάτια. Στο μεγαλύτερο σκοτάδι μας είναι τα χέρια μας που μας οδηγούν.

Και κάθε φορά που συναντηθήκαμε με το άγνωστο, συμφιλιωθήκαμε μαζί του, αφότου συναντήθηκαν τα χέρια μας και πιάστηκαν – ανομολόγητη διαβεβαίωση πως δεν θα συμβεί κάτι κακό κι επιβεβαίωση πως δεν θα συμβεί κι ούτε μετά.

Και με τα χέρια αυτά ως πρωτόγονοι υπογράψαμε για πρώτη φορά πάνω σε βράχους σπηλαίων, προτού μάθουμε αυτά που ένα χέρι γράφει.

Μέχρι και να μιλάμε με τα χέρια μάθαμε όσοι δεν έχουν φωνή. Δώσαμε τα χέρια μας σε όσους δεν έχουν χέρια, κρατήσαμε με τα χέρια μας όσους δεν μπορούσαν να κρατηθούν.

Και με τα χέρια ισορροπούμε, με τα χέρια μετράμε τις αποστάσεις, με τα χέρια μετρήσαμε τα διαστήματα σε παλάμες και τους αριθμούς σε δεκάδες. Με τα χέρια μας υπολογίζουμε αποστάσεις και βάζουμε όρια.

Με τα χέρια μας φτιάχνουμε ήχους και μουσική. Με τα χέρια μας στολίζουμε και στολιζόμαστε, με αυτά τα χέρια ακίνητα χαλαρώνουμε και ηρεμούμε.

Και στο περιθώριο της λογικής, διαβάζουμε το χέρι, κλείνοντας το μάτι στο υπερφυσικό. Κάθε βοήθεια από το υπερπέραν και τις αναπαραστάσεις του ευπρόσδεκτη, αλλά συν Αθηνά και χείρα κίνει.

Κρατάμε την τύχη στα χέρια μας.

Κι έγιναν αυτά τα χέρια σύμβολο της θεϊκής φύσης του ανθρώπου, χέρια προσευχής, δέησης κι επίκλησης. Κι όπως μας έμαθε ένας βραχύσωμος λατινοαμερικάνος που είχε ταλέντο στα πόδια, έγιναν τα χέρια μας όργανα κάθε δυνατής υπέρβασης, χέρια που μας δίνουν φόρα στο άλμα, χέρια που θα κάνουν τα πάντα για να πάμε πιο ψηλά· το χέρι του Θεού, που ‘ναι στ’ αλήθεια το δικό μας χέρι.

Αυτά τα χέρια που είναι μαχαίρια, κάποιες φορές τα μιάναμε με το στίγμα του καταδότη που δείχνει, τα χτυπήσαμε στο τραπέζι δυνατά, τα στρέψαμε κατά πρόσωπο, τα βουτήξαμε στο αίμα, και πολλές φορές μπερδευτήκαμε βλέποντας ένα χέρι να δείχνει το φεγγάρι κι εμείς να κοιτάμε το δάχτυλο.

Ενώ άλλες φορές –και δεν είναι λίγες– περάσαμε στην σκοτεινή πλευρά της ζωής για μια χούφτα δολάρια.

Και στιγματιστήκαμε με ντροπή στους αιώνες των αιώνων φέρνοντας τρομερή τιμωρία το κόψιμο των χεριών.

Και προσπαθήσαμε να εξιλεωθούμε βάζοντας κάτω τον νου να φτιάξουμε μηχανικά χέρια να αναπληρώσουν τα χαμένα.

Και βάλαμε με το μυαλό μας πώς να μιμηθούμε αυτά τα χέρια, φτιάχνοντας μηχανές που είναι προέκταση των χεριών μας, στήσαμε όλη την πρόοδο του πολιτισμού στην προέκταση των χεριών μας με κάθε μέσο και τρόπο. Όπως είπε ένας άλλος μεγάλος φιλόσοφος, τα χέρια είναι το ορατό μέρος του εγκεφάλου. Το χέρι μας αποτελεί το ορατό τμήμα του εγκεφάλου.

Και είναι αλήθεια πως τις περισσότερες φορές τα χρησιμοποιήσαμε αυτά τα χέρια για καλό. Για μια χούφτα νερό στον διψασμένο, για ένα λουλούδι που προσφέραμε, για ένα χέρι βοήθειας, όπως λέμε, και κυρίως και παν’ απ’ όλα για να κρατήσουμε ένα άλλο χέρι – η υπέρτατη πράξη αγάπης και κατανόησης.

Καταλαβαίνουμε με τα χέρια, δεν αρκεί να δούμε για να καταλάβουμε.

Το άγγιγμα των χεριών είναι η μεγάλη πύλη της οικειότητας. Η προνομιακή πρόσβαση του άλλου στην επικράτεια του εαυτού μας περνά μέσα απ’ τα χέρια μας.

Κι αν το καλοσκεφτείτε, γεννιέσαι και πεθαίνεις, αλλά η πρώτη και τελευταία επαφή σου με αυτό που λέμε κοινωνία είναι ένα χέρι που κρατά το δικό σου. Γεννιέσαι και σε καλωσορίζουν κρατώντας σου το χέρι. Πεθαίνεις και σε αποχαιρετούν κρατώντας σου το χέρι.

Και τι τρομερή εποχή είναι αυτή που στερεί από τους ανθρώπους αυτά τα χέρια και τα αγγίγματά τους, τα χέρια των άλλων. Και τι τρομερή εποχή είναι αυτή που στερεί από τους ανθρώπους το ίδιο τους το χέρι, που το βλέπει πλέον ως αρρώστια.

Αν ζούσε ο Ροντέν στην εποχή μας δεν θα μπορούσε να φτιάξει τον σκεπτόμενο άνθρωπο. Αν ζούσε ο Μιχαήλ Άγγελος δεν θα μπορούσε να ζωγραφίσει τον δημιουργό Θεό στην οροφή της Καπέλα Σιστίνα. Όχι γιατί δεν θα έπιανε το χέρι τους, αλλά γιατί δεν θα είχαν θέμα.

Και πόσο άδικο για εκείνους που μεγάλωσαν τραγουδώντας μισό αιώνα πριν «θέλω να σου κρατήσω το χέρι» τώρα να μην έχουν χέρι να τους κρατήσει το δικό τους. Είτε γιατί δεν αφήνει η πανδημία που ‘ρθε φέτος, είτε γιατί δεν αφήνει αυτή η απάνθρωπη καθημερινότητα, που έχει έρθει εδώ και χρόνια.

Η κανονικότητα ενός συστήματος που θέλει τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν τα χέρια τους μόνο για δούναι και λαβείν, που θέλει τα χέρια των ανθρώπων μόνο για δουλειά και μετά απλώς να κρέμονται εξαντλημένα μέχρι να ξαναμπούν στο πρόγραμμα.

Κι όμως, πιάνοντας τα πάντα μ’ αυτά τα χέρια εξελιχθήκαμε εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια σ΄ αυτό που είμαστε. Το θαύμα που είναι το ανθρώπινο σώμα κατάφερνε πάντα να προσαρμόζεται σε ό,τι του έφερναν τα χέρια.

Και στην εικόνα αυτών των χεριών ήταν που καταλαβαίναμε τη ζωή του άλλου, τα απαλά χέρια, τα σκληραγωγημένα χέρια, τα ροζιασμένα χέρια, τα νέα χέρια, τα άρρωστα χέρια, τα ανθρώπινα χέρια.

Με τα χέρια εξημερώσαμε και εξημερωθήκαμε.

Και τώρα μετά από τόσες χιλιετίες που αυτά τα χέρια είχαν συνηθίσει να πιάνουν τα πάντα –είτε έμψυχα είτε άψυχα– και να τα κάνουν χρυσάφι, τώρα κινδυνεύουν να καούν, να γίνουν κάρβουνο.

Είχαν καιρό τώρα πάρει τα ανθρώπινα χέρια μια συνήθεια μακριά απ’ τα ανθρώπινα, αποφεύγοντας να εκφράζονται, να απλώνονται στα πλήθη, να υψώνονται στον ουρανό, να κρατάνε άλλα χέρια στον χορό, να κρατάνε την τύχη των ανθρώπων. Και με τις πανδημίες που εμφανίζονται όλο και πιο συχνά, μοιάζει αυτή η συνήθεια να επιβάλλεται ως κανονικότητα.

Καταστρέψαμε το περιβάλλον γύρω μας και μας φταίνε τα χέρια. Κι απ’ το να ξαναβρούμε ισορροπία με το περιβάλλον μας, προτιμούμε να κόψουμε τα χέρια μας. Αυτόχειρες, η μεγαλύτερη αμαρτία στο κανονολόγιο των ενοχών γίνεται τώρα λύση ανάγκης.

Όμως, κατά έναν απροσδιόριστο τρόπο είναι πάλι τα χέρια που μας σώζουν.

Γιατί, σκεφτείτε το. Σώζουμε ζωές με τα χέρια μας. Η σωτηρία είναι ταυτισμένη με τα χέρια. Και κάθε είδους πίστη περνά απ’ τα χέρια, γιατί χωρίς αυτά δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή.

Και δείτε, με ένα πέρασμα του χεριού θα σκουπίσετε το επόμενο δάκρυ σας. Και με μια κίνηση του χεριού θα σηκωθείτε ή θα γυρίσετε το σώμα, για να πάτε παρακάτω.

Και δεν ξέρω ποιος σκέφτηκε ότι τα αποστειρωμένα, νεκρά χέρια μπορεί να είναι η λύση των προβλημάτων μας.

Σύντομα ένα ολοζώντανο ανθρώπινο χέρι θα γυρίσει σελίδα και θα ξαναγράψει ιστορία. Με τον τρόπο που γράφεται ιστορία: κρατώντας ένα άλλο χέρι. ■

(Από τη ραδιοφωνική εκπομπή Viral, που μεταδόθηκε την Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020, στους 105,5 Στο Κόκκινο).

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.