ΦΩΤ.: Άντρας με φακό κατεβαίνει τα σκαλοπάτια στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου μετά το τέλος μιας παράστασης, στις 17 Ιουλίου 2020. (AP Photo/Petros Giannakouris)
Φταίει ο τουρισμός και οι τουρίστες ή οι νέοι και η απείθαρχη συμπεριφορά τους για την εξάπλωση της πανδημίας; Παρά τα τρία μνημόνια που βίωσε δραματικά, η ελληνική κοινωνία παραμένει εγκλωβισμένη στις ιδεοληψίες της, τις επιφανειακές αναγνώσεις και τον φατριασμό.
Μεγάλος χαμός έχει ξεσπάσει στο μικρό χωριό της Ελλάδας για το ποιος φταίει που η πανδημία του κορονοϊού πήρε τα πάνω της και δεν φαίνεται αυτή τη φορά να σταματιέται. Φταίει το ζαβό το ριζικό μας, φταίει ο Θεός που μας μισεί, φταίει το κεφάλι το κακό μας, φταίει πρώτα απ’ όλα το κρασί, όπως στερεοτυπικά θα ανατρέχαμε στους γνωστούς μοιραίους του Βάρναλη; Ή, όπως καταλήγουμε τελικά να σκεφτόμαστε, φταίει πάντα κάποιος άλλος;
Ελλάς Ελλήνων Οπαδών
Αναλόγως από ποια πλευρά το βλέπει κανείς και ποιο συμφέρον εκπροσωπεί, η διασπορά της πανδημίας παίρνει πολλές μορφές. Έτσι, για τη νεοδεξιά κυβέρνηση και τους υποστηρικτές της φταίνε οι ανεύθυνοι πολίτες (και, ως συμπλήρωμα, οι μετανάστες), για τους ντόπιους παραθεριστές φταίνε οι ξένοι τουρίστες και το κράτος, για τους παράγοντες του τουρισμού φταίει οποιοσδήποτε δεν είναι τουρίστας, για την αντιπολίτευση φταίει η κυβέρνηση, για τους οργανωμένους αριστερούς φταίνε οι επιχειρήσεις και οι επιχειρηματίες, για τους ανοργάνωτους δεξιούς φταίνε οι νέοι, οι άθεοι και οι κομμουνιστές, για τους θρησκόληπτους οι αμαρτωλοί, για τους νέους φταίνε οι γέροι και για τους γέρους οι νέοι, με τη λίστα να συμπληρώνεται διαρκώς, σε ένα –ιδιαίτερα απαιτητικό για τη λογική– όλοι εναντίων όλων που δεν έχει τέλος. Ιδιαίτερη θέση στα παραπάνω καταλαμβάνουν οι πατροπαράδοτοι φταίχτες, που εμφιλοχωρούν στη σκέψη των συνωμοσιολόγων αλλά και στα κρατούντα στερεότυπα της καθ’ ημάς Ανατολής. Πρόκειται για ένα εξαίσιο παλίμψηστο, από το οποίο μπορεί ο μέσος κοινός νους να αντλήσει πάσης φύσεως θεωρίες, αναπαράγοντας τον ημιδιωτικό του λόγο ως νομοτέλεια.
Θα ήταν αρκούντως προκλητικό και εν τούτοις βάσιμο να ισχυριστεί κανείς ότι η ελληνική κοινωνία έχει καταντήσει προβλέψιμη και κουραστική, τουλάχιστον με τον τρόπο και τα μέσα που επιλέγει μαζικά να επικοινωνεί τις προσδοκίες ή τις αγωνίες της. Ανεξαρτήτως ιδεολογικής και πολιτικής τοποθέτησης, ανεξαρτήτως ταυτότητας και ταξικής προέλευσης ως αναγνωρίσιμο εθνικό σύνολο φαντάζουμε αφόρητοι, στα μάτια ακόμη και των ίδιων μας των εαυτών. Δύσκολα θα διαφωνούσε κανείς με τον ισχυρισμό ότι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στις δημόσιες εκδηλώσεις μας λειτουργούμε ως οπαδοί. Κι εύκολα θα διαπίστωνε κανείς ότι η μέση πολιτική αντίληψη σ’ αυτόν τον τόπο (κι ενδεχομένως στους περισσότερους τόπους) είναι οπαδική. Ολοένα και πιο δύσκολα διακρίνουμε στις ποικίλες εκφάνσεις του δημόσιου λόγου κάτι που να έχει ουσιαστική σχέση με ιδεολογική αναδρομή ή κάποιο στοιχειώδη πολιτικό προορισμό, κάποιο σχέδιο για το μέλλον, κάποια αίσθηση συλλογικής μοίρας. Κανοναρχεί και άρχει κάθε φορά το οπαδιλίκι της πιο ισχυρής μειοψηφίας, αυτό που η εκάστοτε εποχή ευνοεί και η ορμή των πιο επιτυχημένων παραγοντικών συμμαχιών και συντεχνιακών συσσωματώσεων προκρίνει.
Σ’ αυτό το πλαίσιο ο δημόσιος διάλογος –και η καθιερωμένη πλέον αφετηρία του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης– γίνεται προσχηματικά από θέσεις κερκίδας. Συνιστούν δε μειοψηφία όσοι μπαίνουν στον κόπο να εξετάσουν ή να αναλύσουν τα φαινόμενα, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητά τους, έχοντας διάθεση στοιχειώδους συνεννόησης και, κυρίως, αναζητώντας στέρεες λύσεις (σ’ αυτόν εδώ τον υλικό κόσμο). Η πανδημία του κορονοϊού αναδεικνύει αν μη τι άλλο διαρκώς την κλίση που έχει πάρει ο δημόσιος χωροχρόνος προς την αδιάκοπη, χωρίς σιωπές, χωρίς παύσεις, φευγαλέα καταγγελία: καταγγέλλω άρα υπάρχω. Ποιος φταίει για την εξάπλωση του νέου κορονοϊού εν μέσω θέρους στη μικρή πλην τίμια Ελλάδα;
Όποιος θέλει τουρίστες να τους πάρει σπίτι του
Φταίνε οι τουρίστες; Για τους αριστερόστροφους ή αντικυβερνητικούς σχολιαστές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης η απάντηση είναι αυτονόητα καταφατική, από τη στιγμή που η κυβέρνηση πήρε πάνω της την απόφαση για το άνοιγμα του τουρισμού (με τον τρόπο που το έκανε). Για την ακρίβεια φταίει ο τουρισμός – ή, όπως θα το έλεγαν οι οικονομικοί σχολιαστές, η «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού, αυτή η κατάσταση απόλυτης εξάρτησης της εγχώριας παραγωγής, της απασχόλησης και του εξωτερικού ισοζυγίου από τα τουριστικά έσοδα. Έχει αντικειμενική αλήθεια αυτή η καταγγελία; Βεβαίως και έχει. Το άνοιγμα του τουρισμού, όπως σχεδιάστηκε από την κυβέρνηση, ήταν λάθος. Ήταν σαν να ανάβεις φωτιά σε ξερόχορτα. Ήταν εκ προοιμίου βέβαιο ότι το περιβόητο επιτελικό κράτος θα τα έκανε κι εδώ θάλασσα: και ο τουρισμός να ανοίξει και οι τουριστικές επιχειρήσεις να κλείσουν.
Αλλά, μάλλον δεν είναι αυτό που κάνει το μέσο αριστερό timeline να καταφέρεται εναντίον του τουρισμού στην παρούσα συγκυρία. Είναι περισσότερο η οπαδική πεποίθηση πως ο συγκεκριμένος κλάδος (όπως αυτός της διαφήμισης και άλλοι αμιγώς επιχειρηματικοί κλάδοι, που αναπαράγουν τα στερεότυπα της αστικής κανονικότητας) δεν ανήκουν στον ιδανικό κόσμο που φαντασιώνεται η Αριστερά. Ό,τι είναι για τον πολύ δεξιό ο μετανάστης είναι για τον πολύ αριστερό ο τουρίστας· ένας παρείσακτος, αυτή τη φορά προνομιούχος. Εν προκειμένω, ο πρεσβευτής μιας ιμπεριαλιστικής κουλτούρας, την οποία αναπαράγουν τα συμφέροντα της τουριστικής βιομηχανίας, δηλαδή οι εγχώριοι καπιταλιστές. Αυτοί, λοιπόν, αύξησαν τα κρούσματα, όπως τον κορονοϊό θα έφερναν –κατά την κυβερνητική προπαγάνδα του χειμώνα και το ψευδεπίγραφο έπος του Έβρου– οι δύσμοιροι μετανάστες πέρα από τον φράχτη.
Αν υπήρχε μια στοιχειώδης αντικειμενική προσέγγιση στο ζήτημα του ανοίγματος των συνόρων, κατ’ αρχάς δεν θα μιλούσαμε μόνο για τουρίστες, αλλά για εισόδους από το εξωτερικό. Δεν ταξιδεύουν μόνο οι τουρίστες σ’ αυτόν τον κόσμο. Όπως δεν θα ξεπετούσαμε έτσι απλά το γεγονός ότι η τουριστική βιομηχανία αποτελεί το πιο υπολογίσιμο κομμάτι του εγχώριου ΑΕΠ. Θα εξετάζαμε, επίσης, περιπτώσεις όπως της Νέας Ζηλανδίας, όπου παρά το σφράγισμα των συνόρων υπήρξε κι εκεί έξαρση κρουσμάτων. Και, βεβαίως, θα λαμβάναμε υπόψη το γεγονός ότι παρά τον δραστικό περιορισμό των κρουσμάτων, ο κορονοϊός ποτέ δεν έφυγε από την Ελλάδα και πως ήταν θέμα χρόνου να αναζωπυρωθεί η πανδημική συνθήκη, στο αναμενόμενο σενάριο χαλάρωσης και εφησυχασμού. Εκτός κι αν το νόημα στην κριτική κατά του ανοίγματος του τουρισμού είναι πως, χωρίς φορείς του ιού από το εξωτερικό, θα μπορούσαμε κατά κάποιο μυστήριο τρόπο να ζήσουμε απερίσπαστοι και ανενόχλητοι τον μύθο μας στην Ελλάδα, με τα πανηγύρια και τα beach party μας, χωρίς καταναγκασμούς και περιοριστικά μέτρα.
Οι μέσα και οι έξω
Φυσικά, οι προβληματικές βεβαιότητες δεν σταματούν στο ζήτημα του τουρισμού. Δείγμα αριστερής αντιφατικότητας είναι η εύλογη αγωνία για το πώς θα ζήσουν οι καλλιτέχνες μετά το κλείσιμο των θερινών παραστάσεων, τη στιγμή όμως που, στο ερώτημα πώς θα ζήσουν οι εργαζόμενοι στην εστίαση, η απάντηση είναι μια επιθετική καταγγελία για την προϊούσα επέκταση των τραπεζοκαθισμάτων. Άλλη μια ένδειξη πως η ιδεολογική τοποθέτηση στις μέρες μας είναι περισσότερο ζήτημα εκλεκτικών συγγενειών παρά ταξικών αναφορών.
Αντίστοιχες, βεβαίως, οπαδικού τύπου προσεγγίσεις παρατηρούνται (περισσότερες και βαθύτερες) και στο ψηφιακό φαντασιακό της δεξιάς, με τις πιο έντονες να αφορούν στη λειτουργία των εκκλησιών και τη σχέση του ιικού φορτίου με το υπερπέραν. Χαρακτηριστική είναι η σχετική παραφιλολογία για τα μισά κρούσματα που ήρθαν από το εξωτερικό και τα άλλα μισά από επαφές με μετανάστες – και ουδόλως από τη θεία κοινωνία, που ως γνωστόν δεν κολλάει, φέρνει τον Χριστό, όχι τον κορονοϊό, και τα σχετικά. Τι κι αν τα πρώτα κρούσματα ήρθαν στην ελληνική επικράτεια από προσκυνητές που είχαν ταξιδέψει στους Αγίους Τόπους; Φταίνε κάποιοι άλλοι που ήρθαν απ’ έξω, όχι οι πιστοί. Κι αυτοί οι άλλοι δεν έχουν σχέση με όσους ζουν εδώ, με τις δικές μας αξίες. Για τον παραλογισμό του πράγματος, αρκεί να ανατρέξει κανείς στο μένος με το οποίο αντιμετώπισε το δεξιό ακροατήριο τους Έλληνες του εξωτερικού που ήθελαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, όταν άρχισαν να κλείνουν σύνορα και αεροδρόμια το ένα μετά το άλλο. Αυτοί, που είχαν γίνει προεκλογική σημαία της ΝΔ, με το ξέσπασμα της πανδημίας αντιμετωπίστηκαν ως αχάριστοι άρρωστοι που θυμούνται την πατρίδα στα δύσκολα.
Στη συλλογιστική αυτή, η οποία είναι διαταξική, οριζόντια και εξόχως σοσιαλμιντιακή, θεμελιώνεται ένας κάθετος διαχωρισμός ανάμεσα στους μέσα και τους έξω – δείγμα της γενικευμένης κουλτούρας περιχαράκωσης των κοινωνικών ομάδων, αλλά και της αδυναμίας στοιχειώδους συνεννόησης πέρα από τα στενά όρια που επιβάλλουν οι δεδομένες, απροσπέλαστες και αδιάτρητες ταυτότητες. Η πιο απλή έκφανση αυτής της γενικευμένης κουλτούρας (εντός, εκτός κι επί τα αυτά) είναι η θεώρηση της κοινωνίας με όρους εθνικών συνόρων. Εδώ ο διαχωρισμός πραγματώνεται με την παγιωμένη πεποίθηση ότι, για κανέναν λόγο, δεν υπάρχουν ευθύνες για όσους διαβιούν εντός· και ως εκ τούτου δεν υπάρχουν ευθύνες για όσους συνωστίζονται στις συναυλίες χωρίς να τηρούν τα μέτρα, δεν υπάρχουν ευθύνες γι’ αυτούς που δεν φορούν μάσκες στους χώρους εστίασης, στις πλατείες και τις αγορές. Για να ενεργοποιηθεί αυτός ο διαχωρισμός απαιτείται και η αντίστροφη πεποίθηση που θέλει για όλα να φταίνε οι ντόπιοι, με τα αντίστοιχα παραδείγματα.
Το πληρωμένο νόμισμα της ανευθυνότητας
Το δίπολο εντός-εκτός είναι το πιο διαδεδομένο εργαλείο πολιτικής ανάλυσης και λειτουργεί όπως με τη χρεοκοπία της χώρας: φταίνε αποκλειστικά και μόνο οι εταίροι, και ουδόλως –ας πούμε– η διαδεδομένη εντός συνόρων κουλτούρα φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής. (Και μαζί με τους εταίρους φταίνε οι εγχώριοι συνεργάτες τους). Στην άλλη όψη του ίδιου συναλλαγματικού νομίσματος, το φταίξιμο ανήκει ξεκάθαρα σε όσους διαβιούν εντός, λειτουργεί ως προπατορικό αμάρτημα, ως τιμωρία για τις αμαρτίες μας, και επ’ ουδενί δεν πρέπει να αναζητάμε ευθύνες σε κάποιον εξωτερικό παράγοντα, ο οποίος τουναντίον είναι εκεί για να μας βάλει σε τάξη. Αντίστοιχα, στα εθνικά θέματα, τα αδιέξοδα της εξωτερικής μας πολιτικής οφείλονται είτε αποκλειστικά στον διεθνή παράγοντα που δεν κατανοεί τα εθνικά δίκαια, είτε αποκλειστικά στον εγχώριο εθνικισμό, οπότε και ο διεθνής παράγοντας γίνεται από μηχανής θεός της σωτηρίας ως το εμβρυουλκό του εξορθολογισμού.
Η απλούστερη ερμηνεία αυτής της μανιχαϊστικής συλλογιστικής είναι ότι έτσι έχει μάθει να αντιδρά στο πέρασμα της ιστορίας ένα ανώριμο και καταπιεσμένο έθνος, όταν έρχεται αντιμέτωπο με την αυθάδεια μιας αυταρχικής, τεχνοκρατικής εξουσίας, που του ζητά να πειθαρχήσει σε κάθε της διαταγή, κουνώντας του το δάχτυλο, λέγοντάς του πριν «μαζί τα φάγαμε» και τώρα «μαζί κολλήσαμε», χωρίς καμιά διάθεση λογοδοσίας και απολογισμού. Από αυτή τη μπάντα, φταίνε, λοιπόν, οι τουρίστες, φταίνε οι εκάστοτε έξω, οι εκτός. Ή δεν φταίνε καθόλου οι τουρίστες, φταίνε μονάχα οι εκάστοτε μέσα, οι εντός, στην τρέχουσα συγκυρία οι απείθαρχοι Έλληνες – και οι πιο απείθαρχοι εξ αυτών, οι νέοι.
Με αφορμή την κριτική προς τους νέους παρατηρεί κανείς ότι το δίπολο εντός-εκτός δεν περιορίζεται στο εθνικό σύνορο, αλλά επεκτείνεται σε όλες τις διακριτές κοινωνικές ομάδες, τις οποίες ο καθείς μπορεί να προσεταιρίζεται για να μπαίνει στο μάτι του πολιτικού του αντιπάλου. Ούτε εκεί, όμως, σταματά, καθώς τα σύνορα, ως γνωστόν, μπαίνουν παντού. Οι οπαδικοί διαχωρισμοί κατατέμνουν ακόμα και τα διακριτά κοινωνικά μπλοκ, με τρόπο ώστε ο καταγγέλλων να είναι σε θέση να αντλεί κατά το δοκούν το περιεχόμενο της καταγγελίας του, μετατρέποντας το εντός-εκτός σε εμείς κι οι άλλοι, με το εμείς να γίνεται κάθε φορά και μικρότερο (ενδεχομένως να διασπά και το ίδιο το άτομο). Το δίπολο εντός-εκτός, που υπαγορεύεται αρχικώς από το εθνικό σύνορο και πάνω στο οποίο ξεδιπλώνονται οι συνήθεις πολιτικές αντιμαχίες, δεν είναι παρά μια εκδοχή του εμείς και οι άλλοι, που υπαγορεύει η ολοένα και μεγαλύτερη ανάγκη για απόλυτες ταυτίσεις. Πρόκειται για μια αποθέωση των identity politics. Όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας, ακόμα κι εκείνος που μέχρι χτες ήταν μαζί μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι νέοι, οι οποίοι στοχοποιούνται αρχικά ως διακριτό σύνολο για να καταγγελθούν εν συνεχεία με τα χαρακτηριστικά που τους αποδίδει ο καθένας (υπαρκτά ή μη, θεμιτά ή μη) από στιγμή σε στιγμή κι από στάτους σε στάτους.
Το ξύλο βγήκε από την καραντίνα
Φταίνε οι νέοι; Για τους δεξιόστροφους και φιλοκυβερνητικούς σχολιαστές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των καθημερινών μικροσυζητήσεων με μια κατάφαση εδώ πέφτουμε διάνα. Για τον δεξιό μικρόκοσμο οι νέοι είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η καταγγελία. Δεν χρειαζόταν να έρθει ο κορονοϊός για να δούμε πώς εννοούσε (κι εννοεί) η δέκατη κυβέρνηση της ΝΔ τη σχέση της με τους φοιτητές, τις πολιτικές νεολαίες ή ακόμα και τους απολιτίκ νεαρούς θαμώνες των πλατειών: ξύλο και των γονέων.
Υπάρχει αντικειμενική αλήθεια στην άποψη που λέει ότι η συμπεριφορά των νέων οδήγησε σε αύξηση των κρουσμάτων; Βεβαίως και υπάρχει, τα παραδείγματα πολλά. Για το δεξιό ακροατήριο πρώτοι και καλύτεροι έρχονται οι πολιτικά οργανωμένοι νέοι που συμμετείχαν στις προ μηνών πορείες διαμαρτυρίας κατά της αστυνομικής βίας. Οι διαμαρτυρόμενοι έδειξαν να αγνοούν πλήρως κάθε μέτρο προστασίας σε δημόσιο χώρο. Ασφαλώς και δεν ήταν οι διαδηλώσεις της άνοιξης που αύξησαν τα κρούσματα του καλοκαιριού. Ήταν, όμως, η νοοτροπία και συμπεριφορά των συμμετεχόντων που προδίκαζε την εξέλιξη των πραγμάτων, στο ευρύτερο πλαίσιο ενός γενικευμένου εφησυχασμού. Το δίκαιο του αγώνα τους δεν αναιρεί το ανεύθυνο της συμπεριφοράς τους. Αντίθετα, ήταν αυτή ακριβώς η ανευθυνότητα που προστέθηκε στον κοινωνικό αυτοματισμό και το υπόλοιπο οπλοστάσιο του συστημικού αυταρχισμού. Στους επόμενους μήνες, όταν αυτοί και άλλοι νέοι –όχι απαραίτητα οργανωμένοι πολιτικά– βρέθηκαν στον δρόμο των διακοπών τους, έδειξαν ότι εξακολουθούν να γράφουν τα μέτρα προστασίας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Κι αν ισχύει ότι η κυβερνητική προπαγάνδα περί επιτυχίας προκάλεσε τον εφησυχασμό των πολιτών, τότε πρέπει να δεχτούμε ότι η προπαγάνδα αυτή λειτούργησε και πάνω σ’ αυτούς που εξαρχής την κατήγγειλαν, εφόσον έκαναν το ίδιο.
Όλοι οι νέοι συμπεριφέρθηκαν έτσι; Δεν κάθισε κανείς ούτε να το σκεφτεί, ούτε να το μετρήσει. Πόσο μάλλον να αναλογιστεί για ποιους νέους τελικά γίνεται λόγος και σε ποιο βαθμό είναι έγκυρες οι όποιες καταγγελίες. Παρόλο που δεν είναι όλοι οι νέοι ούτε προοδευτικοί ούτε ριζοσπάστες, για τον αριστερό αναγνώστη οι νέοι είναι έτσι από εργοστασιακή ρύθμιση. Άρα, για τον συγκεκριμένο αναγνώστη οι κυβερνητική επίθεση στους νέους σημαίνει αυτομάτως άλλη μια επίθεση προς την αριστερών πεποιθήσεων νεολαία. Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι την καραντίνα πρώτοι έσπαγαν γόνοι εφοπλιστών και όσοι μπορούσαν να μεταφέρουν την έδρα των επιχειρήσεών τους από το Κεφαλάρι στις Κυκλάδες, αποδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο το πρωθυπουργικό μάντρα για το ελληνικό καλοκαίρι ως state of mind. Αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να επιστρατευτεί η προπαγάνδα της λίστας Πέτσα, με στημένους τηλεφακούς στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Η μη τήρηση στοιχειωδών μέτρων προστασίας διαφημίζεται ασμένως από τους συντελεστές της. Πριβέ πάρτι με εκατό και πλέον καλεσμένους που δεν έχουν κλείσει τα τριάντα, στήνονται σε ιδιωτικούς χώρους με φόντο μπάρες και ηλιοβασιλέματα, σε νησιά κι άλλους προορισμούς κι ανεβαίνουν σωρηδών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Αν μη τι άλλο, είναι πιο πιθανό οι νέοι που καταγγέλλει η κυβέρνηση να είναι υποστηρικτές της. Παρόλα αυτά τούς υπερασπίζεται περισσότερο ο πολιτικός χώρος που στέκεται απέναντι στην κυβέρνηση αυτή, μιας και στο αφήγημά του οι νέοι έχουν συγκεκριμένες ιδιότητες.
Η υπόθεση γίνεται πιο τραγελαφική, αν στο κάδρο των προβληματισμών μπει και ο δεξιός αναγνώστης. Αυτός αποδέχεται πλήρως τις αιτιάσεις της κυβέρνησης περί απείθαρχων νέων και πρώτος σπεύδει να τις αναπαράγει στις κουβέντες της καθημερινότητας. Αλλά κι αυτός, όταν αντιμετωπίζει περιφρονητικά τους νέους, δεν εννοεί τα δικά του παιδιά που δεν τηρούν τα μέτρα προστασίας στους χώρους διασκέδασης, πόσο μάλλον τους νέους με τη δαπίτικη αισθητική που τα δίνουν όλα στη μύκονο με τα πολλά «ο». Όταν ο μικροαστός νοικοκυραίος αναπαράγει Χαρδαλιά μιλώντας για νέους, εννοεί τα παιδιά τα παιδιά των άλλων. Απείθαρχοι και αριστερών παρεκκλίσεων, καταληψίες, φοιτητές και άλλα ζιζάνια της αταξίας, έχουν τον αμάζευτο και θέλουν ένα γερό χέρι ξύλο για να στρώσουν. Ο τέλειος φαύλος κύκλος.
Οι αποδιοπομπαίοι τράγοι
Βγάζει κανείς ασφαλές συμπέρασμα; Ασφαλώς και όχι. Ολόκληρες πληθυσμιακές ομάδες μπορούν να μπουν στο ίδιο στόχαστρο (για τους αντίθετους λόγους) και την ίδια στιγμή ένα μέρος τους να στοχοποιείται ακόμη περισσότερο, επειδή η συγκεκριμένη στοχοποίηση συμφωνεί περισσότερο με την ιδέα που έχουμε για τον κόσμο και η οποία καταφανώς υπακούει στη συγκυρία. Ο δημόσιος διάλογος σχετικοποιείται και διεξάγεται με αφορισμούς και όρους like, απέχοντας παρασάγγας από τη διατύπωση καίριων και στοχευμένων ερωτημάτων που ζητούν ειλικρινείς απαντήσεις σε θεσμικό επίπεδο. Εκ των προτέρων καταγγέλλοντες κι εκ των υστέρων τιμητές, όσοι συνάγουν –στερεοτυπικά και εκ του προχείρου– πολιτικά συμπεράσματα από τη συμπεριφορά των νέων (ή όποιων άλλων ομάδων) θα επιδιώξουν να προσαρμόσουν την πραγματικότητα στη θεωρία και όχι το αντίστροφο. Στο τέλος, θα αγνοήσουν την αντικειμενική αλήθεια, που αναπόφευκτα υπάρχει, αλλά χάνεται στον βωμό των οπαδικών απλουστεύσεων.
Η πιο πιθανή ερμηνεία αυτής της συνθήκης είναι ότι έτσι έχει μάθει να συζητά και να διαβουλεύεται μια κοινωνία που δεν έχει να περιμένει τίποτα από την πολιτειακή θέσμιση του συλλογικού της βίου. Όταν οι θεσμικοί φορείς αδυνατούν ή αρνούνται να επικοινωνήσουν την αλήθεια και αδυνατούν ή αρνούνται να υλοποιήσουν με διαφάνεια ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης, που τελικά δεν υπάρχει (όπως φάνηκε και στην περίπτωση των μνημονίων), όταν ένα πολιτικό σύστημα δεν λογοδοτεί, οι πολίτες περιχαρακώνονται στις βεβαιότητές τους, εγκαταλείποντας την όποια διαλεκτική τους σχέση με την εξέλιξη των πραγμάτων. Όπως έχει λεχθεί, η δημοκρατία πεθαίνει στο σκοτάδι, δηλαδή πίσω από τις κλειστές πόρτες των κέντρων λήψης αποφάσεων.
Η διαφορά με προηγούμενες περιόδους είναι ότι ετούτη τη φορά το μέγεθος της κυβερνητικής προπαγάνδας έχει (προσώρας) εξουδετερώσει την εκδήλωση του παλλαϊκού θυμικού, το οποίο ανέκαθεν λειτουργεί ως βαλβίδα εκτόνωσης του πολιτικού συστήματος σε καιρούς κρίσης και καταλύτης ανατροπών. Ίσως γιατί είναι η πρώτη φορά που ο μέσος όρος της ελληνικής κοινωνίας αφήνεται τόσο ξεδιάντροπα να ταυτιστεί με τους τρόπους και τις συνήθειες των εξουσιαστών της, σε έναν κύκλο θετικής ανάδρασης όπου οι παραλείψεις των εξουσιαστών πυροδοτούν μεγαλύτερες παραλείψεις των εξουσιαζόμενων. Στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη, του μεγαλύτερου έλληνα τουρίστα στον 21ο αιώνα, απενεχοποιείται ο κάθε ανώνυμος πολίτης. Είτε επικροτώντας τον, είτε καταγγέλλοντάς τον, θα επιδιώξει να κάνει τελικώς τα ίδια, μιας και είναι καλύτερο να είσαι ο τουρίστας παρά το γκαρσόνι της Ευρώπης.
Το πρόβλημα σε όλα τα παραπάνω είναι ότι το καλοκαίρι τελειώνει και οι αποδιοπομπαίοι τράγοι επίσης σύντομα θα μας αδειάσουν γωνιά. Τι θα απογίνουμε τον χειμώνα χωρίς βάρβαρους τουρίστες ή ατίθασα νιάτα; Πώς θα μετρήσουμε (ή μετριάσουμε) το μέγεθος των επιμέρους ματαιώσεών μας στις ευθύνες και παραλείψεις πάντα κάποιων άλλων; Πού και πώς θα εκτονωθεί αυτό το υπερσυσσωρευμένο δυναμικό των συλλογικών ματαιώσεων;
Από δράμα σε δράμα
Θα ήταν απλώς το υλικό για μια αριστοφάνεια κωμωδία ή κάποιο τσιφόρειο χρονογράφημα, αν δεν ήταν η αλλοπρόσαλλη πραγματικότητα ενός κοινωνικού συνόλου, το οποίο φαίνεται να βιώνει την πιο απόλυτη παρακμή της σύγχρονης ιστορίας του σε μια ιστορική καμπή για το σύνολο του πλανήτη, όπου για πρώτη φορά αμφισβητείται τόσο έντονα από κάθε πλευρά η ισχύουσα τάξη πραγμάτων.
Σ’ αυτή τη συγκυρία το ελληνικό έθνος νόμισε ότι τελείωσε με τα δράματα της χρεοκοπίας και χρεοκοπεί αργά και βασανιστικά από την αδυναμία αντιμετώπισης της πανδημίας, χωρίς συναίσθηση της κρισιμότητας των στιγμών. Η διασπορά της πανδημίας μεγαλώνει. Αλλά, πιο γρήγορα μεγαλώνει η λίστα με τις αστοχίες της κυβέρνησης και ο βαθμός ανημποριάς της κοινωνίας να βρει σταθερά πατήματα πέρα από την ονειροφαντασία της. Ανάμεσα στις κυβερνητικές αστοχίες, εκείνες που εντοπίζονται συγκεκριμένα στο εκπαιδευτικό μέτωπο είναι ενδεχομένως οι πιο ενδεικτικές για αυτόν τον νέο ιστορικό κύκλο πολιτικής απαξίωσης. Ας μην ξεχνάμε ότι εν μέσω πανδημίας η συγκεκριμένη κυβέρνηση έσπευσε με δύο νομοσχέδια να αλλάξει εκ βάθρων το εκπαιδευτικό σύστημα υπέρ των κρατικοδίαιτων ιδιωτικών συμφερόντων που τη στηρίζουν λυσσωδώς, σε μια άνευ προηγουμένου νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση της παιδείας. Σε δυο βδομάδες ξεκινά η σχολική χρονιά και τα κυβερνητικά μέτρα που έχουν ανακοινωθεί είναι αστεία, αν δεν είναι εγκληματικά. Εν μέσω πανδημίας η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε έτοιμο πλάνο για το πώς θα αναπαραχθούν περαιτέρω οι κοινωνικές ανισότητες μέσα από την ενίσχυση των ιδιωτικών κεφαλαίων σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, αλλά δεν έχει ιδέα τι να κάνει με την προστασία των μαθητών, των δασκάλων, των καθηγητών και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου.
Παρόλα αυτά, δεν έρχεται από πουθενά κάποια ουσιαστική πρόταση ή συγκεκριμένο πλάνο για το πώς θα αντιμετωπιστεί το αδιέξοδο. Ο κόσμος της αριστεράς μαλώνει για τα ονόματα της Παναγίας, ο κόσμος της δεξιάς περιμένει να δει αν θα πάρει μερίδιο από το πλιάτσικο που επιτελεί ο νόμιμος ιδιοκτήτης του Μεγάρου Μαξίμου, ο ενδιάμεσος δήθεν μετριοπαθής, δήθεν φιλελεύθερος, δήθεν κεντρώος, δήθεν γενικά κόσμος ελπίζει να του βγει το πιο πρόσφατο δεξιό στοίχημα, ομνύοντας στις εποχικές διακυμάνσεις των αστικών του αναζητήσεων. Κι όλοι παρακολουθούν ασμένως τις ειδήσεις, τα σχόλια, το timeline. Είναι ενδεικτικό ότι ο τρέχων διάλογος περί προστασίας από τον κορονοϊό εξαντλείται στο ποιος θα καλύψει το κόστος αγοράς μασκών για τους μαθητές, λες και εκεί σταματά το πρόβλημα. Όπως είναι ενδεικτικό ότι ο Υπουργός Υγείας διασπείρει fake news για το αναμενόμενο εμβόλιο, χωρίς καμιά γι’ αυτόν συνέπεια.
Κι όμως, το έργο το έχουμε ξαναδεί με άλλους συντελεστές. Δεν είναι η πρώτη φορά σ’ αυτή τη χώρα που ένας υπουργός Υγείας και ένα εμβόλιο συνδέονται με τον πλέον σκανδαλώδη τρόπο. Ούτε είναι η πρώτη φορά που όλα περιστρέφονται γύρω από τις δαπάνες, αφήνοντας εκτός συζήτησης διαρθρώτικές αλλαγές που είναι αναγκαίες, προκειμένου να πάψει η πολιτική και διαχειριστική ανεπάρκεια να βρίσκει κάθε φορά άλλοθι στα ελλειμματικά ταμεία του κράτους.
Η έλλειψη στρατηγικού βάθους
Από το χάος των τελευταίων ημερών βγήκε κι ένα εποικοδομητικό συμπέρασμα. Η τραγική αύξηση των θανάτων σε οίκους ευγηρίας μάς έδωσε να καταλάβουμε ετεροχρονισμένα γιατί υπήρξε τέτοιος όλεθρος στην Ιταλία και άλλες χώρες, όπου, σε αντίθεση με τις εδώ κοινωνικές νόρμες, οι ηλικιωμένοι δεν τελειώνουν τη ζωή τους στο χωριό με τους οικείους τους αλλά στο γηροκομείο αποξενωμένοι κι απαξιωμένοι. Επιπλέον, η ενίσχυση των κρατικών συστημάτων υγείας και παιδείας σε ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες μάς έδειξε ότι η νεοφιλελεύθερη διαχείριση, παρότι κυρίαρχη, δεν είναι μονόδρομος. Ένα πλήθος άλλων γεγονότων λειτούργησε διαφωτιστικά για τα τι και πώς μιας κρισιακής συνθήκης που υπερβαίνει κάθε δίπολο και διαχωρισμό, προκαλώντας πανανθρώπινο συναγερμό.
Κι εδώ είναι που μπορεί κανείς, έστω πρώιμα ή άνισα, να διατυπώσει μια θέση για το είδος του πολιτικού πολιτισμού που επιτάσσουν οι συνθήκες. Ιδεολογική συγκρότηση, πολιτική πληρότητα και διαχειριστική επάρκεια είναι δυναμικά στοιχεία, που σηματοδοτούν, εκ των προτέρων διατυπωμένα, ένα όραμα για το πώς θέλουμε να ζούμε στο παρόν και το μέλλον· πώς θέλουμε να ζούνε οι ηλικιωμένοι μας, πώς θέλουμε να ζούνε και να μορφώνονται τα παιδιά μας, πώς θέλουμε να εργαζόμαστε, πώς θέλουμε να παράγουμε, πώς θέλουμε να χτίζουμε τις πόλεις μας, πώς θέλουμε να υπάρχουμε στο διεθνές στερέωμα, πώς θέλουμε να τιμούμε τις καλές μας παραδόσεις και πώς θέλουμε να μας θυμούνται οι επόμενοι από εμάς. Τα παραπάνω δυναμικά στοιχεία δεν μπορούν να εγκλωβίζονται στην επιφάνεια της συγκυρίας, σε αψιμαχίες και περιστασιακές αναγνώσεις. Τουλάχιστον για τη ΝΔ και το συμβολικό της κεφάλαιο ο τουρίστας είναι μια διαχρονική αξία, την οποία και εκμεταλλεύεται δεόντως. Με δεδομένο ότι η αριστερά έχει πάρει σβάρνα τα νησιά, παριστάνοντας τον ίδιο τουρίστα που καταγγέλλει, ποια εικόνα μεταδίδει το συμβολικό της κεφάλαιο;
Η αμήχανη θέση στην οποία βρέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κόσμος της αριστεράς στο πρώτο κύμα της πανδημίας, όταν κλήθηκε να πάρει θέση για την καραντίνα, είναι ενδεικτική. Τα έκανε καλά η κυβέρνηση; Και γιατί τώρα δεν τα κάνει; Άλλαξε κάτι; Κι όμως, τίποτα δεν άλλαξε σε βαθμό που να δικαιολογεί μια διαφορετική στάση τότε και τώρα. Η κυβέρνηση δεν έχει αλλάξει τίποτα απ’ τον πυρήνα του βασικού σχεδιασμού της σε σχέση με ένα εξάμηνο πριν. Με την ίδια ιδεολογία και τους ίδιους στόχους πολιτεύεται, τα ίδια έκανε και είχε κατά νου. Απλώς, στην πρώτη εκείνη φάση δεν είχε να αντιμετωπίσει το σύνολο των προκλήσεων, οι οποίες όμως ήταν μπροστά· κάτι που δεν είδε η αντιπολίτευση τυρβάζοντας περί άλλων. Η τότε σιωπή και η τωρινή αναθάρρυνση της αντιπολίτευσης, όπως η τότε θριαμβολογία και τα σημερινά μισόλογα της κυβέρνησης, δείχνουν καταφανώς ότι το βασικότερο πρόβλημα του πολιτικού συστήματος είναι το έλλειμμα μεσομακροπρόθεσμου, καταγεγραμμένου και υλοποιήσιμου σχεδιασμού, που δεν διαχειρίζεται απλώς τη συγκυρία, αλλά προετοιμάζεται και προσομοιώνει τις μελλοντικές συνθήκες. Είναι η αδυναμία να πεις ότι τα πράγματα δεν έγιναν καλά, όχι γιατί είσαι μάντης κακών (το μόνο εύκολο), αλλά γιατί δεν έχεις μπροστά σου ένα σχέδιο για το μέλλον. Είναι η απρονοησία να μην βλέπεις ότι το πρόβλημα είναι η συνάρθρωση του συνόλου και όχι τα επί μέρους.
Ως εκ τούτου, μια αξιόπιστη κριτική για το άνοιγμα του τουρισμού δεν μπορεί να εξαντλείται σε αφοριστικές, ανέξοδες ρητορείες. Δεν έχει κανένα κύρος μια θέση που απλώς εικάζει ότι ο εσωτερικός τουρισμός θα μπορούσε να αναπληρώσει το χαμένο ΑΕΠ από τη συντριβή της τουριστικής περιόδου. Αντίστοιχα, δεν έχει κανένα κύρος μια θέση που απλώς μεταθέτει την κυβερνητική ανικανότητα στους πολίτες με το επικοινωνιακό τέχνασμα της ατομικής ευθύνης, που καταγγέλλει τους νέους όταν κάνουν αυτά που επιτρέπονται, απαγορεύοντας εκ των υστέρων αυτά για τα οποία θα έπρεπε να υπάρχει μέριμνα εξ αρχής. Και δεν γίνεται, ασφαλώς, να χτίζονται πολιτικές και ιδεολογικές ταυτότητες πάνω σε τέτοιες λογικές ακροβασίες. Δεν γίνεται να ζούμε μια ζωή με βλέποντας και κάνοντας.
Ο κορονοϊός αποκάλυψε το αβυσσαλέο κενό στρατηγικής σκέψης που διατρέχει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Αν έχει νόημα μια πολιτική γραμμή πλεύσης σήμερα, αυτό δεν είναι άλλο από την κατάδειξη ετούτου του κενού (το οποίο δεν κάνει διακρίσεις σε κανέναν πολιτικό χώρο), παράλληλα με τη μετρήσιμη διατύπωση ενός προγράμματος αναπλήρωσής του. Γιατί, το στοίχημα της εποχής δεν είναι οι ευγενείς προθέσεις, που –όπως έχει ορθά λεχθεί– στρώνουν τον δρόμο προς την κόλαση, αλλά οι συμπαγείς θέσεις, οι ρεαλιστικοί στόχοι και το να ξέρει κανείς πού να βάζει το σημείο ισορροπίας των συμβιβασμών, στρέφοντας κάθε φορά την πορεία των πραγμάτων προς το ιδεατό επιθυμητό, χωρίς αποκλεισμούς ή προνομιακές σχέσεις. Το καράβι είτε θα πάει αριστερά, είτε θα πάει δεξιά. Αλλά, όταν βρεθεί στην ξέρα, θα βουλιάξει όλο μαζί. Το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία της μικρής πλην τίμιας Ελλάδας οφείλουν να απαντήσουν χωρίς περιστροφές στο ερώτημα αν διαλέγουμε πορεία ή αν έχουμε βουλιάξει κι απλώς μοιράζουμε θέσεις στις σωσίβιες λέμβους με μεγαλοστομίες και περίσσευμα ατιμίας.
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι κανένα πολιτικό κόμμα στην Ελλάδα σήμερα δεν έχει το ειδικό βάρος και τη δυνατότητα από μόνο του να επεξεργαστεί ένα τέτοιο στρατηγικό εγχείρημα, με το διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό του και με τις δεδομένες λειτουργίες των μηχανισμών του. Αν δεν έχει γίνει κατανοητό ούτε μετά από μια οικονομική κρίση, ούτε μετά από μία υγειονομική, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορεί να αγνοηθεί ύστερα από μία γεωπολιτική ante portas.
Όσο για το ερώτημα τουρίστες ή νέοι –αν ποτέ αυτό ήταν το πραγματικό ερώτημα–, θα μείνει αναπάντητο και θα ξεχαστεί στη λήθη, όπως κάθε επουσιώδης περιχαράκωση γύρω από συγκυριακές, οπαδικές ταυτίσεις. Είναι η φύση του ερωτήματος τέτοια, να αποδίδει εκ των προτέρων την κατηγορία, προτού η απάντηση αναζητήσει την αιτία του κακού. Όπως όταν κάθε φορά που μπαίνει φωτιά στα ξερόχορτα και δεν είμαστε σε θέση να επιμερίσουμε τις ευθύνες. Για άλλους θα φταίει πάντα η φωτιά, για άλλους πάντα τα ξερόχορτα, κι όλοι θα μιλούν με οδύνη για τα χλωρά που καίγονται. Ο χειμώνας έρχεται, το μόνο σίγουρο. ■