
Σαράντα χρόνια τώρα η ακροδεξιά αποδεικνύει ότι όπου την φυτεύεις πιάνει· καιρός είναι να ξεριζωθεί.
Η ακροδεξιά εμφανίζεται αρχικά στις παρυφές του παρακράτους ως τσεκούρι και χωρίς να το πάρει είδηση κανείς έχει βρεθεί μέσα στο κράτος ως καλέμι. Σ’ αυτήν τη μακρόχρονη πορεία υποχωρεί η σημασία του εκάστοτε προσώπου που κάνει τη διαφορά και αναδεικνύεται η σημασία του διαχρονικού συστήματος που δεν έχει διαφορές.
Από τον πρώην γραμματέα της νεολαίας της ΕΠΕΝ του δικτάτορα Παπαδόπουλου και νυν υπουργό της ΝΔ Μάκη Βορίδη έως τον καθηγητή Δημοτικής Εκπαίδευσης στο ΕΚΠΑ και μέχρι χτες συντονιστή εκπαίδευσης προσφύγων στη Μαλακάσα Κωνσταντίνο Καλέμη, η ακροδεξιά δεν παύει να αποδεικνύει ότι όπου τη φυτεύεις πιάνει αμέσως. Αν δεν ξεριζωθεί σύντομα, θα έχει πνίξει όλα τα αληθινά μπουμπούκια και ο τόπος θα ερημώσει.

Για την ιστορία ο Καλέμης απέκτησε τα δικά του δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας για σχόλιά του κατά του Γιάννη Αντετοκούνμπο σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.



Το τελευταίο αυτό επεισόδιο ρατσιστικού παραληρήματος ξεπρόβαλε μετά από συνέντευξη του Γιάννη Αντετοκούνμπο στο Bleacher Report, όπου ο άσος του NBA μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, τη φτώχεια και τον ρατσισμό που βίωσε στην Ελλάδα. Όπως είπε χαρακτηριστικά:
«Η πρώτη φορά που είδα μαύρο άνδρα να οδηγεί αυτοκίνητο, ήταν στις ΗΠΑ. Ήμουν σοκαρισμένος, αναρωτιόμουν τι συμβαίνει εδώ. Με έκανε να αναρωτιέμαι αν η χώρα μου δίνει αρκετές ευκαιρίες σε όσους δεν είναι από εκεί, άρχισα να το σκέφτομαι αυτό.
»Η Ελλάδα είναι μια χώρα λευκών, μπορεί να γίνει δύσκολη η ζωή κάποιου με το χρώμα του δικού μου δέρματος. Πηγαίνεις σε πολλές γειτονιές και αντιμετωπίζεις αρκετή αρνητικότητα, ρατσισμό.
»Οι γονείς μου έκαναν τρομερή δουλειά, πάλευαν για εμάς σε καθημερινή βάση. Μας παρείχαν όσα χρειαζόμασταν σαν οικογένεια ακόμη κι αν έπρεπε να πουλήσουν πράγματα στους δρόμους. Η φτώχεια μπορεί να σε ωθήσει στα όριά σου. Δεν είναι διασκεδαστικά, όμως στο τέλος της ημέρας πρέπει να το αποδεχθείς και αυτό κάναμε ως οικογένεια. Είχαμε ο ένας τον άλλο, κάναμε αυτό που έπρεπε.
»Οι γονείς μου ήταν παράνομοι, δεν μπορούσαμε να βγάλουμε ένα διαβατήριο ή μια ελληνική ταυτότητα. Όταν είσαι παράνομος στην Ελλάδα, ξέρεις ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να απελαθείς.
»Ό,τι κι αν έκαναν οι γονείς μου, το έκαναν πολύ προσεκτικά. Όταν είσαι παράνομος, δεν θέλεις να περπατάς στον δρόμο η Αστυνομία μπορεί να σε σταματήσει και να σε στείλει πίσω στη χώρα σου, μπορεί να μην ξαναδείς ποτέ τα παιδιά σου. Αν γύριζα από το σχολείο και δεν έβρισκα τη μητέρα μου, το μυαλό μου έτρεχε. Σκεφτόμουν που βρισκόταν, αναρωτιόμουν αν ήταν καλά εκείνη και ο πατέρας μου.
»Πολλές φορές σκέφτηκα ότι θα απελαθούν οι γονείς μου, ευτυχώς αυτή η μέρα δεν ήρθε ποτέ. Σαν οικογένεια βάλαμε τους εαυτούς μας γύρω από ανθρώπους θετικούς, όπως ο ιδιοκτήτης ενός καφέ, ο κύριος Γιάννης. Ήταν δύσκολο και πάντα θα είναι δύσκολο να είσαι μαύρος σε μια χώρα λευκών, έρχονται στιγμές που αισθάνεσαι ότι δεν είσαι αυτός που πραγματικά είσαι. Εγώ γεννήθηκα στην Ελλάδα, δεν έχω πάει ποτέ στη Νιγηρία, πήγα σε ελληνικό σχολείο με τους φίλους μου, η Ελλάδα είναι όσα γνωρίζω. Δεν βγήκα ποτέ από εκείνη μέχρι τα 18 μου».

Αν μη τι άλλο θα πρέπει να μελετηθεί το φαινόμενο όπου ρατσιστές και ακροδεξιοί αντιδρούν τόσο έντονα –και μάλιστα στο όνομα της χώρας, της κοινωνίας κι οποιασδήποτε υπέρτερης συλλογικότητας– κάθε φορά που κάτι ή κάποιος τούς υπενθυμίζει πράξεις και συνέπειες του ιδεολογήματος στον οποίο ομνύουν.
Δηλαδή, σκεφτείτε τον εν λόγω κύριο. Ένιωσε προσβεβλημένος, επειδή ένα δημόσιο πρόσωπο ισχυρίστηκε (δικαίως) ότι η ελληνική κοινωνία είναι αφιλόξενη για μαύρους και ανθρώπους διαφορετικής εθνοτικής καταγωγής και το επιχείρημά του για να καταρρίψει τον ισχυρισμό ήταν να αποκαλέσει το δημόσιο αυτό πρόσωπο «αχάριστο», «αράπη» και «μαϊμού». ■
