Είναι ειρωνικό ότι προσπαθούμε να ορίσουμε το αλλότριο πετώντας το κάπου όπου δεν υπάρχουν σύνορα ή οτιδήποτε εμφανές να μας χωρίζει.


Απόγευμα Παρασκευής, η κίνηση στην Ποσειδώνος είναι σχετικά ήπια. Αυτοκίνητα ακριβότερα και μεγαλύτερου κυβισμού από αυτά που συνήθως βλέπει κανείς στο κέντρο της Αθήνας κατεβαίνουν την παραλιακή λεωφόρο με κατεύθυνση προς τα νότια κι ακόμη πιο νότια προάστια της πρωτεύουσας. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν όλοι αυτοί πηγαίνουν σε κάποια από τις παραλίες του Σαρωνικού για κολύμπι ή απλώς γυρίζουν από τις δουλειές τους. Σίγουρα βρίσκονται αρκετά μακριά από τα όσα διαδραματίζονται στο πολύπαθο κέντρο, έχοντας πιάσει το ένα άκρο της πόλης.

Οι ειδήσεις και τα σχόλια επιμένουν ότι πρόκειται για μεγάλο ζήτημα. Στην Αθήνα οι ιθύνοντες αναζητούν για άλλη μια φορά (ματαίως) την ιδανική δυτικοευρωπαϊκή πόλη – μια χίμαιρα που στοιχειώνει πολιτικούς, διαφημιστές, επικοινωνιολόγους και πάσης φύσεως εμπόρους αυτού του τόπου για αιώνες. Για άλλη μια φορά οι φοίνικες καλούνται να δώσουν περιεχόμενο στη φαύλη αναζήτηση. Όπως όταν, τις πρώτες δεκαετίες μετά την Επανάσταση, οι Βαυαροί φύτευαν φοίνικες στα βουλεβάρτα της Αθήνας, προβάλλοντας στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους την οριενταλιστική ματιά του ανεπτυγμένου κόσμου για το πιο πρόσφατο πετράδι του στέμματός του.

Ηλιοβασίλεμα στο Καβούρι, την Παρασκευή 3 Ιουνίου 2020. Φωτ.: Animagian

Οι γκραβούρες της μακρινής εκείνης εποχής μαρτυρούν την ανυπαρξία των τροπικών δέντρων στο λεκανοπέδιο, όπως μαρτυρούν γενικά την ανυπαρξία δέντρων σ’ ένα τοπίο με θάμνους και λιγοστά κυπαρίσσια δώθε κείθε· έναν τόπο που εφτώχαινε και ελίγνευε δέσμιος ανά τους αιώνες κι ο οποίος μόλις μάθαινε ότι είχε κράτος να φτιάξει από την αρχή και νόμους, και συνήθειες ξένες και ντόπιες να βάλει σε σειρά και τάξη, κι άμα ήθελε και τραγούδια και χορούς, αρκεί να πληρώνει στην ώρα τους τα γραμμάτια της ανεξαρτησίας και τις υποχρεώσεις από τη συμμετοχή των μικρών κι αδύναμων στις λέσχες των μεγάλων και ισχυρών. Από τότε ψάχνουμε να βρούμε πότε είναι η αρχή, χωρίς να καταλήγουμε για την αφετηρία.

Αυτές, βεβαίως, είναι χειμωνιάτικες σκέψεις, γιατί εν μέσω θέρους το προαιώνιο ερώτημα –πού αρχίζουν και τελειώνουν η Ελλάδα και οι ελληνικοί τρόποι– έχει μία και μοναδική απάντηση στον ορίζοντα. Η αίσθηση του ήλιου και της θάλασσας λειτουργεί ως καταφύγιο για τα αναπάντητα ερωτήματα της ιστορίας, επιτρέποντας στην καθημερινότητα να απελευθερωθεί από τα άγχη της ταυτότητας. Όλα σβήνουν μπροστά στο φως που δυναμώνει κι αποδυναμώνεται, προσφέροντας στον καθέναν την απόλαυση της αυθυπαρξίας, όπως αναπλάθει με μοναδικό τρόπο σώμα και ψυχή.

Καταλήγοντας στα νότια αναρωτιέσαι πάλι αν σ’ αυτά τα μέρη κάνουν κουμάντο οι μικροί ή οι μεγάλοι. Στα νότια κυριαρχεί η θάλασσα αλλα και η ψευδαίσθηση κοσμοπολιτισμού που προσδίδουν τα ξενοδοχεία και τα κέντρα διασκέδασης, όλα απότοκα ενός πολιτισμού που μοιάζει να κινείται στα όρια της αρπαγής – γης, κορμιών και συνειδήσεων. Όλα τα ψάρια κολυμπούν εδώ, μικρά και μεγάλα, αλλά δεν έχουν όλα την ίδια προστασία.

Η στροφή για το Καβούρι είναι απρόσβλητη από τη θέα των μεγαλοαστικών πολυκατοικιών, που είναι φυτεμένες με ανάστημα υπεροχής στους γύρω λόφους. Τις βλέπεις μόνο σαν έχεις πια βγει στην ανοιχτωσιά της παραλίας. Έχοντας κατά νου όλες τις πρόσφατες συζητήσεις για καταπατήσεις και άναρχη οικιστική ανάπτυξη, αναρωτιέσαι πότε χτίστηκαν όλα αυτά, πώς χτίστηκαν, ποιες διασυνδέσεις και ποιες νομολογίες χρειάστηκαν, για να μπορεί σήμερα κάποιος να έχει θέα κατάματα στον ήλιο, χωρίς καμία επαφή με όσους δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.

Στη δημόσια ζωή μπορεί εύκολα να αναγνωρίσει κανείς το πώς από το πότε. Είναι αυτό που λένε οι άνθρωποι «έτσι γίνονταν τα πράγματα τότε». Η αλήθεια είναι πως η πρόσβαση στην παραλία αυτή της Βουλιαγμένης –με το τοπόσημο της κινηματογραφικής «Τρύπιας Βάρκας» των μυστικών εραστών– είναι ελεύθερη για όλους. Σε αντίθεση με αλλες παραλίες της επικράτειας, όπου η εποχή μας δίνει το δικό της στίγμα: οι περιορισμοί στο όνομα της ανάπτυξης. Πλησιάζουν, αλλά δεν έχουν φτάσει ακόμη εδώ.

Στον ορίζοντα δεν φαίνεται κανένας περιορισμός προσώρας. Οι άνθρωποι απολαμβάνουν όσο μπορούν τον ήλιο και τη θάλασσα, τα δύο μοναδικότερα και πολυτιμότερα πράγματα που μπορεί να προσφέρει αυτός ο τόπος, κόντρα στη μεταμοντέρνα αντίληψη που ανάγει σε θέλγητρο αναψυχής τις τυποποιημένες υπηρεσίες της αγοράς και το χιμαιρικό state of mind να καμωνόμαστε τους άλλους. Όχι οποιουσδήποτε άλλους, βέβαια, παρεκτός εκείνων που νομίζουμε ότι έχουν δύναμη και ισχύ στις αποσκευές τους. Τους αδύναμους άλλους τούς πετάμε στη θάλασσα.

Είναι ειρωνικό ότι προσπαθούμε να ορίσουμε το αλλότριο πετώντας το κάπου όπου δεν υπάρχουν σύνορα ή οτιδήποτε εμφανές να μας χωρίζει. Σε πείσμα των εξουσιαστών όπου γης, η θάλασσα δεν έχει σύνορα παρά μόνο επικράτειες: της ελπίδας και του φόβου, της μικρής ή μεγάλης ψαριάς, της αναμέτρησης με το εγώ, της αναμέτρησης με τα τέρατα που βουλιάζουν τις βάρκες μας και τη φύση που γυροφέρνει τα ταξίδια μας από τον θρίαμβο στην πανωλεθρία και τανάπαλιν.

Κοιτώντας τη θάλασσα αναρωτιέσαι τι νόημα έχουν όλα εκείνα τα μικροαστικά δράματα για έναν μεγαλόδρομο στο κέντρο της πόλης. Και συνειδητοποιείς ότι αν έχουν κάποιο νόημα είναι διότι το δράμα ξεκινά από την πολλοστή προσπάθεια της εξουσίας να εναπροσδιορίσει τα σύνορά της κι ό,τι τη χωρίζει με όσους έρχονται από την επικράτεια του φόβου και της χτυπούν την πόρτα: ως εδώ φτάνετε.

Ποιος μπορεί να το πει αυτό στον ήλιο και τη θάλασσα; Ο ήλιος αύριο θα ξαναβγει. Κι η θάλασσα απλώς θα αλλάζει χρώμα, παραμένοντας η ίδια δύναμη μέσα στον καθέναν, από τότε που άρχισε η καρδιά του να χτυπά. Εδώ είμαστε και θα πάμε ακόμη πιο μακριά. Κι ας πέφτει βαρύ το σκοτάδι κάθε εξουσίας. ■

Απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.