Δεν μπορείς να λες υπομονή σε ανθρώπους που οι συνθήκες δεν τους επιτρέπουν να προγραμματίσουν τίποτα για περισσότερο από λίγες μέρες στη ζωή τους.
Όπως κάθε φορά που μια κυβέρνηση ευαγγελίζεται μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ξεκινά από τις εξετάσεις για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια, έτσι γίνεται και κάθε φορά που μια κυβέρνηση ευαγγελίζεται μια χωροταξική και πολεοδομική μεταρρύθμιση. Ξεκινά από την ανάπλαση της Πανεπιστημίου, του ιστορικού κέντρου, τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά. Αυτό είναι το πρόβλημα: η ελιτίστικη ματιά, είτε από αριστερά είτε από δεξιά, η πλήρης άγνοια των συνθηκών της καθημερινότητας του ανώνυμου κόσμου και το πλήρωμα της άγνοιας και της απόστασης με οτιδήποτε πηγάζει είτε από τη θεωρητική είτε από τη λάιφσταϊλ ματαιοδοξία.
Κι αφού θέλουμε συγκρίσεις, η πεζοδρόμηση της Αποστόλου Παύλου και της Διονυσίου Αεροπαγίτου ποιον τελικά ευνόησε, τι ανέδειξε σε συμβολικό, έστω, κεφάλαιο;
Το να μπορεί ένας Τσοχατζόπουλος να αγοράζει σπίτι με θέα την Ακρόπολη. Το να μπορεί ένας Θεοδωράκης να κάνει επανάσταση από το σπίτι με θέα την Ακρόπολη. Το να μπορεί μια Μπακογιάννη να έχει επιτελικό γραφείο με θέα την Ακρόπολη. Το να μπορεί μια Μαρίνα Κουντουράτου να ζει τον έρωτά της στη Μητσαίων, λίγο πιο κάτω από την Ακρόπολη. Το να μπορεί ένας young professional να πίνει αγγλόφωνο, εναλλακτικό καφέ και να φαντασιώνεται κοσμοπολιτισμό ακόμη πιο κάτω από την Ακρόπολη, με τον κίνδυνο πλέον να βρεθεί με χειροπέδες ακόμη και μες στο σπίτι του.
Κι ότι περισσέψει από το πραγματικό και το συμβολικό κεφάλαιο που κατασπαταλιέται στα ατομικά όνειρα να μένει ως συλλογικό επίδομα για τους υπόλοιπους, έμπορους και καταστηματάρχες, επισκέπτες και κατοίκους, που δεν έχουν καν τον χρόνο για να περπατήσουν το ιδανικό μακέτο της Αθήνας.
Επιτυχημένο, λοιπόν, το έργο, επειδή μας αρέσει ως εικόνα – που είναι πράγματι μια πολύ ωραία εικόνα. Αλλά, δείξτε μας και μια έρευνα που να καταγράφει πόσοι και ποιοι το επισκέφτηκαν και για πόσο. Και κατά πόσο, τελικά, άλλαξε τη ζωή τους, έστω και σε βάθος χρόνου.
Εμείς κι ο κόσμος
Αν το έχουμε καταλάβει, μία ανάπλαση έγινε της Αθήνας που άφησε ιστορία, με το οικοδομικό πρόγραμμα κάποιου Περικλή (και τότε είχε γίνει μεγάλο ντιμπέιτ), κι απ’ αυτή ζούμε δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά οι κάτοικοι στον ίδιο τόπο. Τα υπόλοιπα είναι μικρά και αδιάφορα στιγμιότυπα. Διακόσια χρόνια κράτος και δεν έχουμε καταφέρει να φτιάξουμε τους δρόμους και τις γειτονιές της πρωτεύουσας. Και καμωνόμαστε τους σπουδαίους και ειδήμονες για το αν θα πάει δύο μέτρα προς τα ‘δω ή προς τα ‘κει μια κεντρική λεωφόρος, αν θα πεζοδρομηθούν πέντε ή δέκα κάθετες, αν θα μπουν εδώ ή εκεί πέντε παρτέρια και άλλες τόσες ζαρντινιέρες και πού θα έχει γήπεδο ο ένας ποδοσφαιρικός όμιλος, γιατί ο άλλος πρόλαβε και πήρε το δικό του κοψοχρονιά, όταν παίζονταν τα καλά στοιχήματα. Χέστηκε η φοράδα στα πετράλωνα.
Κι όλα αυτά σε μια πόλη που έχει θάψει όλα τα ποτάμια της, που δεν αερίζεται, που σκάει το καλοκαίρι, γιατί δεν έχει σκιές και δροσιά, και ξεπαγιάζει τον χειμώνα, γιατί οι άνθρωποί της δεν έχουν να πληρώσουν θέρμανση. Σε μια χώρα με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια, όπου όμως όλοι έχουν έλλειψη βιταμίνης D, γιατί πολύ απλά δεν τους βλέπει ο ήλιος όλη μέρα στα εργασιακά κάτεργα και μπροστά από μια οθόνη. Σε μια χώρα με πάμπολλα εργατικά ατυχήματα, όπου όμως οι ανάπηροι είναι εξαφανισμένοι από δρόμους και πλατείες. Σε μια Αθήνα που γέννησε τη Δημοκρατία αλλά πλακώνει στο ξύλο κάθε τρεις και λίγο όποιον βγει να διαδηλώσει και να συναθροιστεί. Σε μια πόλη που αν είσαι γονιός με παιδιά ή γέρος δεν μπορείς να μετακινηθείς. Σε μια πόλη που κινδυνεύεις να τρακάρεις, γιατί οι γωνίες είναι παρκαρισμένες. Σε μια μητρόπολη με θηριώδεις ανισότητες ανάμεσα στα πλούσια προάστια, όλα δημιουργήματα καταπατήσεων και πελατειακών σχέσεων, και φτωχοσυνοικιών, όλες δημιουργήματα εσπευσμένων και πρόχειρων παρεμβάσεων. Σε μια χώρα, όπου ο κάθε βλαχοδήμαρχος αντιγράφει αποτυχημένα ό,τι –και καλά– προχωρημένο γίνεται στην πρωτεύουσα, από κάγκελα, πεζόδρομους μέχρι μεγάλα εμπορικά. Σε μια κοινωνία που λειτουργεί για λίγους κι εκλεκτούς και για τους υπόλοιπους είναι ο θάνατός σου η ζωή μου.
Ευτυχώς που έχουμε τους ειδικούς, τους καθηγητές και τους αφισιονάδος της αστικής εμπειρίας να μας διδάξουν το καλό μας. Ό,τι στοίχημα θέλετε ότι και αυτή η ανάπλαση θα πάει κουβά. Και ξέρετε γιατί; Γιατί, κανείς δεν ρωτά τον ανώνυμο πολίτη. Και, από κάποια στιγμή και μετά, ούτε αυτός δίνει δεκάρα. Ιδιωτεύει στον παράκεντρο χώρο που του παραχωρεί το σύστημα. Κανείς δεν κρατά στατιστικά, μόνο δημοσκοπήσεις. Κανείς δεν καταγράφει ανάγκες και επιθυμίες, μόνο μετρήσεις «γνώμης».
Και, πράγματι, τούτη τη στιγμή που ξεδιπλώνονται τα δήθεν μεγάλα οράματα, το μποτιλιάρισμα στην Πανεπιστημίου είναι τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα. Γιατί, δεν μπορείς να λες υπομονή σε ανθρώπους που οι συνθήκες δεν τους επιτρέπουν να προγραμματίσουν τίποτα για περισσότερο από λίγες μέρες στη ζωή τους. Δεν μπορείς να τους ζητάς να φανταστούν το όραμά σου, όταν γι’ αυτό που εσύ θεωρείς μια προσωρινή ταλαιπωρία ο άλλος κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά του, επειδή απλώς άργησε, φέρνει την οικογένειά του στα όρια, επειδή δεν έχει καν χρόνο να προλάβει να πάρει το παιδί του απ’ το σχολείο.
Δεν έχετε ιδέα οι ειδικοί –τρομάρα σας– πώς ζει ο κόσμος. Φάνηκε απ’ την καραντίνα. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια (κι όχι γιατί είχαν άδεια) οι άνθρωποι βγήκαν να περπατήσουν, γιατί είχαν χρόνο και δεν είχαν ένα αφεντικό να τους τραμπουκίζει το μυαλό. Και είτε τους χλεύασαν ότι τώρα θυμήθηκαν τη γυμναστική και τα πάρκα, είτε τους έβαλαν να υπογράφουν εξοδόχαρτα, μην τυχόν και ξεχάσουν τώρα που δεν βλέπουν τη μούρη του καθημερινού τους δυνάστη τους ποιος κάνει κουμάντο.
Συνοικία το όνειρο
Γιατί, τελικά, το μεγαλύτερο πρόβλημα της σύγχρονης Αθήνας είναι ο λόγος για τον οποίο φτιάχτηκε, η ιδρυτική της διακήρυξη: για να χωρέσει φτηνό εργατικό δυναμικό, που μεταφέρθηκε μετεμφυλιακά από την κατεστραμμένη και πεινασμένη επαρχία στις βιομηχανίες-ευκαιρίας του μεταπρατισμού μερικών ολιγαρχών τσέπης και, κυρίως, για να μην τολμά αυτό το αναλώσιμο δυναμικό να διανοηθεί κάποιον άλλο λόγο για τον οποίο θα μπορούσε να έχει βρεθεί σ’ αυτή την πόλη – ούτε ο παππούς που ήρθε από το χωριό το ’60, ούτε τα εγγόνια του που πάνε σχολείο σήμερα και αντιμετωπίζονται ως ξένο σώμα από τους νοσταλγούς ιδιοκτήτες των παλιών καλών εποχών και πομποδέκτες των ρετρό αριστοκρατικών φαντασιώσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι, ήδη από τα πρώτα χρόνια των μνημονίων, το μόνο που σκέφτηκαν να πουν σ’ αυτόν τον κόσμο οι συστημικές γραφίδες ήταν να γυρίσει (χρεωμένος) στο χωριό του, να πιάσει την τσάπα της καινοτομίας, γιατί η (ανακεφαλαιωμένη) αστική οικονομία δεν τον χωρά πια.
Γι’ αυτό πάντα θα αναπλάθουμε την Πανεπιστημίου και θα λέμε τα ίδια και τα ίδια. Γιατί, αυτό είναι το εύκολο. Το δύσκολο είναι να αναπλάσεις συνολικά την καθημερινή ζωή σε όλες της τις διαστάσεις, όμορφα, απλά και λειτουργικά. Και το ακόμη πιο δύσκολο είναι, μετά την ανάπλαση, να στήσεις ένα δυναμικό σύστημα που να τη διατηρεί, αναπαράγει, αναγεννά ακόμη πιο όμορφη, απλή και λειτουργική. Το δύσκολο είναι να κάνεις τους ανθρώπους να αγαπούν τον τόπο και τους συνανθρώπους τους. Και για να τον αγαπήσουν πρέπει να περνούν καλά σ’ αυτόν κι όχι να υποφέρουν. Αυτό είναι πόλη, το state of mind που γεννιέται στο βίωμα της ελπίδας και της ευχαρίστησης και όχι στα γραφεία των διαφημιστικών ματαιώσεων και της αρπαχτής. Τα υπόλοιπα είναι χρηματιστήριο ιδεών και επιρροής.
Καλή ανάπλαση.