Σε μια δημοκρατία των γόνων και των επιγόνων το κράτος δικαίου δεν κινδυνεύει από λαϊκές απογευματινές αλλά από τις πριβέ παραστάσεις κάθε εξουσίας.


Ο λόγος της εισαγγελέως Αριστοτέλειας Δόγκα δεν μπορεί να ιδωθεί ως μια αντιμαχία πρωην τριτοδεσμιτών για το πώς εκφέρεται και διατυπώνεται ορθά ο δικανικός λόγος. Είναι πολλά περισσότερο απ’ αυτό, καθώς το συμπέρασμα που προκύπτει από την πολύωρη και εξαντλητική ανάδειξη της αποδεικτικής επάρκειας του κατηγορητήριου είναι ότι υπήρξαν παραθεσμικές πιέσεις από το περιβάλλον των δραστών με στόχο τη συγκάλυψη της υπόθεσης. Και σ’ αυτόν τον λόγο είναι που αναδεικνύεται η ουσία της υπόθεσης. Γιατί, δεν έχουμε μόνο να αντιμετωπίσουμε άλλη μια γυναικοκτονία όπου για άλλη μια φορά η υπεράσπιση επιλέγει να λειάνει το κατηγορητήριο μέσα από την αποδόμηση της γυναικείας ταυτότητας. Αντιμετωπίζουμε διαρκώς μια πολιτικοδικαιική τεχνογνωσία όπου η αναποτελεσματική έρευνα και η πλημμελής αξιολόγηση από εξαίρεση γίνονται ο κανόνας, κάθε φορά που κάποια εξουσία –μικρότερη ή μεγαλύτερη– επιχειρεί να συσκοτίσει τις συνθήκες ενός εγκλήματος. Ο λόγος της εισαγγελέως διέγραψε αυτόν τον κανόνα.  

Η καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, που αποδέχεται πλήρως την εισαγγελική πρόταση, συνιστά ηχηρό μήνυμα προς διάφορους μεγαλοσχήμονες παράγοντες ανά την επικράτεια –και προς όσους τους μιμούνται, εσωτερικεύοντας τους κυρίαρχους βιοπολιτικούς μηχανισμούς της εξουσίας– ότι οι γόνοι τους και οι επίγονοί τους δεν θα μένουν ατιμώρητοι όταν εγκληματούν, όσες πλάτες κι αν έχουν ή προσπαθούν να αποκτήσουν στο βαθύ κράτος, όσα κι αν είναι τα κοινωνικά στεγανά που επιβάλλουν τη σιωπή.

Σε μια δημοκρατία των γόνων και των επιγόνων, το μήνυμα που βγαίνει αυτές τις μέρες από την αίθουσα του μικτού ορκωτού δικαστηρίου έχει ιδιαίτερη σημασία. Η ενδελεχής έρευνα, αξιολόγηση και ανάδειξη όλων των διαστάσεων του ομαδικού βιασμού και της δολοφονίας στη Ρόδο κατεδαφίζει την πλαισίωση που επιλέγει ο συστημικός λόγος για παρόμοια εγκλήματα, προκειμένου να εκπαιδεύσει την κοινή γνώμη στον κοινωνικό αυτοματισμό και την επιλεκτική μνήμη, διακηρύττοντας το μάταιον της αντίστασης προς κάθε εξουσία. Ως εκ τούτου το μήνυμα δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει αντιδράσεις στα παραφερνάλια της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία είθισται να αναπαράγεται διαχρονικά με μια άλλης τάξης μεγέθους αλλά όμοιας κουλτούρας ατιμωρησία, όπως μετέρχεται μεταξύ άλλων τον σύμφυτο κοινωνικό αυτοματισμό ως πολιτικό άλλοθι. Τους έπιασαν, τους δίκασαν, θα τους φυλακίσουν, δεν υπάρχει λόγος να ταυτίζεστε, γιατί θα προκληθεί ανασφάλεια δικαίου, υποστήριξε εμμέσως πλην σαφώς ο συντονιστής του κυβερνητικού έργου, προσπερνώντας το γεγονός ότι η ανασφάλεια δικαίου δεν συνιστά για τους κυριαρχούμενους μελλοντικό κίνδυνο αλλά υφιστάμενη πραγματικότητα. Κι αυτό όχι σε σχέση με τι υπάρχει δίπλα και κάτω απ’ τον καθέναν, αλλά πάντα σε σχέση με τι υπάρχει από πάνω του· εξ ου και το συστημικό αφήγημα πως για την αδικία δεν φταίει η δύναμη του ισχυρού αλλά η αδυναμία του ανίσχυρου.

Δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική πρόοδος στη χώρα και πουθενά στον κόσμο όσο υπάρχει λογοδοσία πολλαπλών ταχυτήτων· όταν το κράτος δικαίου κατακερματίζεται με κριτήριο τη στοίχιση και την εγγύτητα των δρώντων υποκειμένων στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Γιατί, αν το κράτος δικαίου δεν είναι λαϊκή απογευματινή μια φορά, δεν είναι πριβέ παράσταση δυο. Αυτή δε η κοινωνική πρόοδος δεν είναι κάτι γενικό και αόριστο και ούτε πρέπει να περιορίζεται μονάχα στην οικονομική μεγέθυνση. Κάθε εποχή προβάλλει τα δικά της κοινωνικά αιτήματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όσα έρχονται από το παρελθόν και δεν έχουν επιλυθεί παύουν να συνιστούν διεκδικήσεις. Έχουμε διανύσει δυο δεκαετίες στον 21ο αιώνα και η προστασία των αδυνάμων, η ισότητα των φύλων, η έμπρακτη κατάργηση πάσης φύσεως διακρίσεων παραμένουν ζητούμενα.

Οι απανωτές κρίσεις λειτουργούν κι ως υπενθύμιση. Εν μέσω πανδημίας αυξήθηκε τρομακτικά η ενδοοικογενειακή βία. Εν μέσω πανδημίας η τεχνοκρατική εξουσία εμφανίζεται με περίσσευμα προσωπικής γνώμης για να εκλαμβάνει τη συλλογική κραυγή υπεράσπισης του κράτους δικαίου ως λαϊκή απογευματινή. (Ας αξιολογήσει κανείς εδώ τον τεχνοκρατικό λόγο, που οικειοποιείται την «ατομική ευθύνη» των πολιτών, εξαίροντας την ορθολογική τους στάση να αυτοπεριοριστούν, ενώ την ίδια στιγμή τους θεωρεί ανίκανους να προσλαμβάνουν τα δικαιικά φαινόμενα με ορθολογικό τρόπο, εξαιρώντας την κρίση τους ως έρμαιων του συναισθήματος). Εν μέσω πανδημίας υπάρχουν δικηγόροι που θεωρούν ότι ένας συνάδελφός τους υπηρετεί την τυφλή Δικαιοσύνη, όταν δηλώνει ότι δεν μπορεί να φανταστεί «βιασμό με στηθόδεσμο». (Ας αναρωτηθεί κανείς εδώ τι είναι ενοχλητικότερο: ο κατά φαντασίαν ορισμός του βιασμού ή το «σκόιλ ελικίκου»;) Εν μέσω πανδημίας επιβεβαιώνεται ότι, αν μη τι άλλο, υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη για τη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων με όρους χειραφέτησης και αλληλεγγύης και όχι με όρους θεάματος – αυτούς που προσφέρουν αφειδώς οι διάφορες παραστάσεις της εξουσίας σε ιδιωτικοποιημένους πολίτες.

Ήταν μια αξιοσημείωτη νίκη της αλήθειας. Γιατί, με την αλήθεια ταυτίστηκε η Δικαιοσύνη κι όχι με κάποιο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Κι από την εν λόγω αλήθεια δεν νομιμοποιείται κανένας να αφαιρέσει τον θρήνο. Γιατί, ετούτος ο θρήνος δεν γεννά την εκδίκηση αλλά τη διεκδίκηση. Κι αυτό είναι που αναστατώνει το κατεστημένο. Είθισται σε όλες της τις αναπαραστάσεις η Δικαιοσύνη να έχει καλυμμένα τα μάτια της με ένα μαντήλι ως σύμβολο αντικειμενικότητας. Ποιος κανόνας υπαγορεύει αυτό το μαντήλι να μην είναι νοτισμένο από τα δάκρυα της Δικαιοσύνης για όσα ακούει; Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η Δικαιοσύνη δεν δακρύζει, χωρίς να βλέπει τα μάτια της; Αμερόληπτη Δικαιοσύνη δεν σημαίνει αναίσθητη Δικαιοσύνη. Καμιά οικογένεια να μη ξαναζήσει αυτό το δράμα. Καμιά γυναίκα να μην έχει την τύχη της Ελένης Τοπαλούδη. Κανείς να μην ξεχνά, γιατί η ελπίδα έχει ανάγκη την αλήθεια. Υπάρχει λόγος. ■

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.