Από την άσκοπη περιπλάνηση ενός κόσμου που νοσταλγεί στην άσκοπη μετακίνηση ενός κόσμου που αρνείται να πεθάνει.
Εκτός από την εμφάνιση του έλληνα Πρωθυπουργού ως Μωυσή που οδηγεί τον λαό του στη Γη της Επαγγελίας, η πανδημία είχε ως παράπλευρη συνέπεια να εισαχθεί στον δημόσιο λόγο η φράση «άσκοπη μετακίνηση». Σε αντίθεση με την περιπλάνηση στην έρημο, η άσκοπη μετακίνηση στην Ελλάδα δεν εισήχθη στο ιδιόλεκτο της καθημερινότητας από κάποια δημοσιογραφική εμμονή, αλλά από το ίδιο το κράτος και το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που επιβάλλει η αντιμετώπιση της πανδημίας. Το νόημα της φράσης γίνεται αντιληπτό παγκοσμίως στο πλαίσιο ενός διαρκούς δημόσιου συναγερμού, καθώς συνοδεύεται από λέξεις όπως «παράβαση», «προειδοποίηση», «πρόστιμα», στις οποίες περιγράφεται μια συνθήκη για τον κόσμο, εξόχως οικεία και επιθυμητή για τους θιασώτες του νόμου και της τάξης. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι τα τελευταία πολλά χρόνια τέτοιες λέξεις δεν υπήρχαν μόνο στα αστυνομικά ρεπορτάζ, αλλά και στα οικονομικά, ιδίως σε όσα εξειδίκευαν τα επίχειρα της κρίσης.
Από πλάνη σε πλάνη
Με δεδομένο ότι η πανδημία –όπως όλοι ομολογούν– ανατρέπει δραματικά τις βεβαιότητες του αστικοδημοκρατικού βίου και την ίδια την τοπολογία των μητροπολιτικών συνηθειών σε όλο τον κόσμο, αποτελεί ειρωνεία της ιστορίας ότι σε παλαιότερους χρόνους ο συνδυασμός του άσκοπου με την μετακίνηση εκφράστηκε λογοτεχνικά στο είδωλο του flâneur/πλάνη και την εμπέδωση του αστικού βίου κατά την πολεοδομική μετάβαση από τις πόλεις-υπολείμματα του μεσαίωνα στις μεγαλουπόλεις της νεωτερικότητας. Προερχόμενη από το αρχαίο νορμανδικό ρήμα flana (να περιπλανάσαι ασκόπως), η λέξη προσδιόριζε έναν τύπο αστού, που ευδοκίμησε στο ανασχεδιασμένο Παρίσι του 19ου αιώνα και βρίσκει απομιμήσεις στις αγοραίες μητροπόλεις του 21ου. Η άσκοπη περιπλάνηση γίνεται αντιληπτή ως το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ενός περιπατητή των βουλεβάρτων, ενός δανδή σε αέναη κίνηση, ενός αργόσχολου σουλατσαδόρου της μεσαίας τάξης, που χάνει εσκεμμένα τον δρόμο του και του οποίου η κοινωνική θέση τού επιτρέπει να παρατηρεί από απόσταση τα κοινωνικά τεκταινόμενα, αφιερώνοντας τον άπλετο ελεύθερο χρόνο του στην καταγραφή της αστικής εμπειρίας –πέραν ακόμη κι από εκείνα τα επίπεδα ελευθερίας που νοηματοδοτούν τις εμπορικές και ιδιωτικές σχέσεις των αστών ως κοινωνία των πολιτών.
«Για τον τέλειο flâneur, τον παθιασμένο θεατή, είναι τεράστια χαρά (…) να είναι μακριά απ’ το σπίτι και παρόλα αυτά να αισθάνεται παντού στο σπίτι, να βλέπει τον κόσμο, να βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου και παρόλα αυτά να παραμένει κρυμμένος απ’ τον κόσμο», γράφει ο Σαρλ Μπωντλαίρ στον «Ζωγράφο της μοντέρνας ζωής» εν έτει 1863. Σε μια καθημερινότητα όπου εισβάλλει η ταχύτητα και τα πάντα ανατρέπονται, ο flâneur της σύγχρονης περιπατητικής αναζητά το εδώ και τώρα, το άπειρο που κρύβεται στο φευγαλέο a modo. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε παρατηρεί έναν άλλο ασκόπως μετακινούμενο τύπο. «Ο άνθρωπος του πλήθους» (1840) τοποθετείται στο Λονδίνο και αποτελεί έναν προπομπό της αστυνομικής λογοτεχνίας ως ένας πλάνης με ανομολόγητα μυστικά, του οποίου η φυσιογνωμία προδίδει μια εγκληματική τάση, μια ψυχή που καταδιώκει και καταδιώκεται. Ο αμερικανός flâneur εκφράζει τη γενικευμένη αγωνία για το μέλλον, προβάλλοντας την ευρωπαϊκή πραγματικότητα στις γοργά αναπτυσσόμενες αμερικανικές πόλεις, ιδίως τη Νέα Υόρκη. Για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, η άσκοπη μετακίνηση του flâneur συνιστά νοσταλγική εκδήλωση ενάντια στον καταμερισμό της εργασίας, που επιβάλλει η βιομηχανοποίηση και οι εξαντλητικοί ρυθμοί της νεωτερικότητας.

Παρατηρούμε ότι αυτή η άσκοπη περιπλάνηση αποκτά τα ταξικά χαρακτηριστικά της στο απόγειο της βιομηχανικής επανάστασης. Η άσκοπη μετακίνηση των προνομιούχων συμβαδίζει με μια εποχή όπου μεταξύ πολλών άλλων γεννιέται το συνδικαλιστικό κίνημα και τα οδοφράγματα των εξεγερμένων μαζών, πριν και μετά την Άνοιξη των Εθνών. Με μια εποχή όπου γεννιέται και η σύγχρονη επιδημιολογία, με τον βρετανό γιατρό Τζον Σνόου και τις έρευνές του για το ξέσπασμα χολέρας στο Λονδίνο (1848-49) –ένας επιστημονικός κλάδος ο οποίος συνδέθηκε από τα πρώτα βήματά του με τον πολιτικό αγώνα για βελτίωση των συνθηκών υγιεινής των εξαθλιωμένων μαζών και με τα αστικά αντανακλαστικά για μεταρρυθμίσεις στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Ο χρονογράφος Χένρι Μέιχιου, συγγραφέας του κλασικού «London Labour and the London Poor» (1851), έργο-αφετηρία για την ερευνητική δημοσιογραφία, γράφει εν έτει 1862: «Καθώς το Λονδίνο είναι η μεγαλύτερη απ’ όλες τις πόλεις, μέσα του συσσωρεύτηκε φυσικά και το μεγαλύτερο πλήθος από ανθρώπινα ράκη. Ράκη που η δυστυχία τους μοιάζει ακόμη πιο ελεεινή μπροστά στο απλό γεγονός ότι συνυπάρχει με την πιο πλούσια και πιο άνετη ζωή που υπάρχει στον κόσμο».
Δύο αιώνες και μερικές επαναστάσεις μετά, οι δυτικές μητροπόλεις μοιάζουν πολιορκημένες από την πανδημία του κορονοϊού, ενώ η συνταγματικά κατοχυρωμένη ελεύθερη κίνηση των πολιτών αποκτά τα λειτουργικά χαρακτηριστικά μιας υγειονομικής βόμβας. Οι ηγεσίες εμφανίζονται από τηλεοράσεως να κηρύττουν πόλεμο σε έναν αόρατο εχθρό, μιλώντας για μια νέα κανονικότητα περιορισμών που θέτουν υπό δοκιμασία την κοινωνική συνοχή. Από κοντά τα ΜΜΕ εξειδικεύουν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, προσφέροντας στην κοινή γνώμη ένα κουμπί πανικού για όλες τις χρήσεις. Η αναγκαιότητα των περιορισμών δεν αμφισβητείται ως μέτρο κατά της διασποράς του νέου κορονοϊού και συγκεντρώνει την αποδοχή της επιστημονικής κοινότητας και των πολιτών. Αν κάτι προκαλεί ανησυχία και προβληματισμό, αυτό είναι η μονιμοποίηση των εκτάκτων περιορισμών, ιδίως σε ό,τι αφορά συλλογικές δράσεις, για τις οποίες το κυρίαρχο σύστημα ποτέ δεν έκρυψε την πρόθεσή του να τις καταστείλει ως αντιπαραγωγικές και αντικοινωνικές. Κι από τη στιγμή που γεννιέται αυτή η ανησυχία, επανέρχεται το ερώτημα: είναι η αποδοχή των μέτρων φαινόμενο καταναγκασμού ή συναίνεσης;

Ο Μωυσής και η ιδεολογική έρημος
Υπό το βάρος των περιστάσεων διαπιστώνει κανείς ότι το σημαινόμενο της ελευθερίας δεν είναι ιδεολογικά και κομματικά ουδέτερο, παρόλο που η ελευθερία συνιστά αυταξία και δεν ετεροπροσδιορίζεται, ακόμη κι ως συνταγματική επιταγή. Στις ΗΠΑ υπέρμαχοι της άρσης των περιορισμών εμφανίζονται οι υπερσυντηρητικοί που συσπειρώνονται γύρω από τον πρόεδρο Τραμπ, προτάσσοντας το άνοιγμα εκκλησιών και επιχειρήσεων, καθώς και τη δυνατότητα ελεύθερων οικογενειακών επισκέψεων, σε μια μετανεωτερική εκδοχή του πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. «Στο τέλος του μήνα θα συμπληρωθούν 45 μέρες από τις πρώτες περιοριστικές εντολές του Προέδρου. Ο Θεός κράτησε τον Μωυσή στο όρος για 40», δήλωσε τις προάλλες ο ρεπουμπλικάνος Τόνι Πέρκινς –πρώην αστυνομικός, πρώην τηλεοπτικός ρεπόρτερ, νυν πολιτικός και πρόεδρος του χριστιανικού λόμπι Family Research Group– μιλώντας για ελευθερία. Τα προτάγματα διαφέρουν στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος, όχι γιατί η πλευρά αυτή δεν αναγνωρίζει την αξία της ελευθερίας, αλλά γιατί τη συνδέει με τη χειραφέτηση από σχέσεις αλλοτρίωσης και εκμετάλλευσης. Για τον κόσμο της Αριστεράς, η πανδημική κανονικότητα απειλεί να εξαφανίσει τα ήδη καταρρακωμένα εργασιακά δικαιώματα, την υγεία των ευάλωτων πληθυσμών και το κοινωνικό κράτος.
Το κοινωνικό κράτος, που στον πάλαι ποτέ κραταιό φορντισμό –με επίκεντρο παραγωγής την επιχείρηση– λειτουργούσε ως συντονιστής της καπιταλιστικής συσσώρευσης, οργανικά ενταγμένο στο πλαίσιο αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας, δεν διεκδικεί μόνο η Αριστερά αλλά και η Δεξιά. Η τελευταία, στη μετριοπαθή κεντροδεξιά της εκδοχή, επικαλείται τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, αποκηρύσσοντας στα λόγια τον «νεοφιλελευθερισμό που υποκαθιστά το κράτος-δυνάστη με την αυθαιρεσία του γιγαντωμένου ιδιώτη», προσφέροντας ταυτόχρονα γη και ύδωρ στον ίδιο γίγαντα. Τη διαστροφή του κοινωνικού κράτους επιχειρεί από την πλευρά της η Ακροδεξιά με τον προνοιακό σωβινισμό της, που βρίσκει διαρκή απήχηση στις περιθωριοποιημένες μάζες λούμπεν προλετάριων και μικροαστών· ένας διαιρέτης με το κοινωνικό κράτος ως διαιρετέο στις τέλειες διαιρέσεις της μισαλλοδοξίας. Η λαϊκιστική Δεξιά προάγει δικαιώματα με τον τρόπο που μπορεί η διαίρεση να εκληφθεί ως πολλαπλασιασμός με τον αντίστροφο. Η επίκληση της ελευθερίας από την απανταχού Alt-Right δεν αφορά σ’ ένα καθολικό δικαίωμα αλλά σε ένα προνόμιο υπεροχής.
Οι παραπάνω συνθήκες δημιουργούν ένα φαινομενικό παράδοξο εν μέσω πανδημίας: η λαϊκιστική Δεξιά διεκδικεί συγκρουσιακό ρόλο μέσα στην κοινωνία των πολιτών, αρνούμενη τους υγειονομικούς περιορισμούς, στ’ όνομα μιας κοινοτικής ελευθερίας, τη στιγμή που η ριζοσπαστική Αριστερά εμφανίζεται συναινετική ως προς τους περιορισμούς, θέτοντας ως προτεραιότητα την υγεία των κυριαρχούμενων τάξεων. Το παράδοξο αίρεται στο γεγονός ότι την επιβολή των αναγκαίων περιορισμών στην ελεύθερη μετακίνηση δεν διαχειρίζονται οι πολιτικοί ταγοί της μεταπολεμικής συναίνεσης, αλλά το κυρίαρχο πλέγμα εξουσίας του νεοφιλελευθερισμού. Κι εδώ οφείλει κανείς να επισημάνει ότι ακροδεξιοί και νεοφιλελεύθεροι μοιράζονται την ίδια δέσμευση υπέρ του φονταμενταλισμού της ελεύθερης αγοράς, η οποία δεν σταματά να κινείται. Επομένως, το να αναζητά κανείς ταυτίσεις ή αποκλίσεις στην έρημο των άσκοπων μετακινήσεων είναι κάτι που δεν μπορεί να ιδωθεί ξέχωρα από το τι θεωρεί ο καθένας ως γη της επαγγελίας. Πόσο μάλλον όταν ο νεοφιλελευθερισμός δεν συνιστά απλώς μια οικονομική θεωρία, αλλά ένα πολιτικό δόγμα – και, μάλιστα, όχι ένα που περιγράφει τον κόσμο όπως είναι, αλλά τον κόσμο όπως θα έπρεπε να είναι. Στην πανδημία δεν διαμορφώνονται μόνο οι συνθήκες καταναγκασμού και συναίνεσης επί των υγειονομικών περιορισμών, αλλά κι οι όροι μετάβασης και επανεκκίνησης του status quo ante.

Προσπαθώντας να αποκτήσει βηματισμό μετά το απροσδόκητο χτύπημα της πανδημίας, το νεοφιλελεύθερο κράτος ακολουθεί την πεπατημένη. Ορίζει εκ νέου ως συγκροτητικό στοιχείο της ενδιάμεσης κοινωνίας των πολιτών την ατομική ευθύνη και αποσύρεται μέσα σ’ αυτήν, απεκδυόμενο κάθε δικής του ευθύνης στα κοινωνικά ζητήματα. Επιβάλλει έτσι –σε επίπεδο αφηγήματος– τους όρους μιας συναίνεσης, που είναι τέτοια μόνο όταν αποτάσσεται των συλλογικών της αναφορών και συνδηλώσεων. Το κράτος της επαγγελίας υπάρχει μόνο για τους πιστούς της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων.
Το νεοφιλελεύθερο κράτος δεν αλλάζει τις προτεραιότητές του για απορρύθμιση των αγορών. Αλλάζει, όμως, –ή, ορθότερα, προσαρμόζει– τη νομιμοποιητική του βάση. Για τη νομιμοποίησή του, σε συνθήκες υγειονομικής κρίσης, χρειάζεται τους δημόσιους θεσμούς στον ρόλο του χωροφύλακα. Χρειάζεται, όμως, και περισσότερες γενεαλογίες και καταγωγικούς μύθους, μιας και δεν βρίσκεται πια στην ενθουσιώδη περίοδο της νεότητας, των τελευταίων είκοσι ετών του 20ου αιώνα, αλλά στην ώριμη περίοδο της ματαίωσης, των πρώτων είκοσι ετών του 21ου. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ένα, αυτονομημένο από τον πολιτικό φιλελευθερισμό, υποσύστημα του καπιταλισμού, το οποίο επιζητά την αναίρεση κάθε κοινωνικής παραχώρησης του αστικού κόσμου προς τις κυριαρχούμενες μάζες και ως εκ τούτου έρχεται σε ανοιχτή σύγκρουση με τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δεν διστάζει, για να ξεπεράσει τα διαχειριστικά του αδιέξοδα, να οικειοποιείται πολιτικά την ελευθερία, τη δημοκρατία, την ειρήνη, την ισότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημόσια διοίκηση, τη δημόσια υγεία, την κοινωνική ειρήνη, έχοντας προηγουμένως διαστρεβλώσει ή υποκαταστήσει αυτές τις έννοιες στο θεωρητικό του οπλοστάσιο (εύτακτη ελευθερία, ισότητα ευκαιρών, ατομικά δικαιώματα, εμβάθυνση των αγορών, μάνατζμεντ και ηγεσία / new public management κ.ο.κ.).
Απομένει η πιο κρίσιμη οικειοποίηση, αυτή της παρέμβασης, του θαύματος. Το νεοφιλελεύθερο κράτος της μετάβασης δεν αλλάζει προτεραιότητες. Όμως, επιδιώκει τη μυθοποίησή του μέσα από θαυματουργές παρεμβάσεις. Είναι αυτές που αναβαπτίζουν το κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας του μέσα στην απρόβλεπτη συγκυρία και τη γενικευμένη αμφισβήτηση. Στη χρηματοπιστωτική κρίση παρενέβη για να σωθούν τα δημόσια οικονομικά. Στην πανδημία παρεμβαίνει για να σωθεί η δημόσια υγεία. Και στις δύο συγκυρίες ανομολόγητη προτεραιότητα είχαν κι έχουν οι ανταγωνιστικοί μηχανισμοί αναπαραγωγής του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Και στις δύο παρεμβάσεις η προτεραιότητα αυτή ενσωματώνεται στα καθήκοντα του homo-economicus. Το άτομο-επιχείρηση είναι το υποκείμενο πάνω στο οποίο διαμορφώνεται η παράλληλη στρατηγική αναπαραγωγής του ανθρώπινου κεφαλαίου, που έχει υποκαταστήσει την έννοια της εργασίας, μέσα από τακτικές ελέγχου των βιολογικών και ψυχικών ταυτίσεων, που με τη σειρά τους θέτουν τις συλλογικότητες εκτός πλαισίου. Έτσι, εκεί που σε συνθήκες κανονικότητας και άγνοιας κινδύνου ο στόχος του νεοφιλελεύθερου κράτους είναι η επέκταση των αγορών, σε συνθήκες κρίσης και εγνωσμένου φόβου είναι η διαφύλαξη των κεκτημένων των αγορών. Στη θεία παρέμβαση το υποκείμενο της ατομικής ευθύνης αντιλαμβάνεται την ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης, που είναι πανταχού παρούσα, κι όχι την απουσία της.
Στην τελευταία πράξη του δράματος, το κράτος της μετάβασης καθίσταται η φωνή του καθενός ξεχωριστά μέσα από τη φωνή ενός ηγέτη Μωυσή, που διακηρύττει ότι δεν αρκεί να αποδέχεσαι τους περιορισμούς, αλλά να διεκδικείς την ιδιοκτησία τους ως μοναδικό εχέγγυο άμυνας στον αόρατο εχθρό. Ειδάλλως, ακόμη κι αν συναινείς, δεν διαφέρεις σε τίποτα από εκείνους που τους αντιμάχονται, θέτοντας εαυτόν εκτός σωτηρίας.

Η κοινωνία των αποστασιοποιημένων
Σε μια ανερμάτιστη ιδεολογικά Δύση που διολισθαίνει στη μεταφυσική, οι εξουσιαστικοί κανόνες υποταγής εξακολουθούν να περνούν μέσα από την προνομιακή πρόσβαση στην κοινωνία των πολιτών. Μόνο που τώρα δεν τη συναντούν απλώς ως έναν διακριτό, ενδιάμεσο χώρο ελεύθερων ομάδων συμφερόντων, αγοράς ή κοινοτήτων –μεταξύ κράτους-εγγυητή της ελευθερίας και πολιτών, μεταξύ πολιτικής κοινωνίας και ορθολογικών υποκειμένων–, αλλά ως ένα πειραματικό πεδίο αντινομιών, όπου το νεοφιλελεύθερο κράτος κατέρχεται σαν flâneur για να καταστεί η απεικόνιση της συνείδησης του αποστασιοποιημένου ιδιώτη, εξαϋλώνοντας, με το ηθικό κύρος της εγγεγραμμένης πια επιβολής, κάθε εναλλακτική ηγεμονία εν τη γενέσει της.
Στα τέλη του περασμένου Μαρτίου οι απεργίες χιλιάδων εργαζομένων σε εργοστάσια ενάντια στην απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης να διατηρήσει ανοιχτές στρατηγικές βιομηχανίες της χώρας κατέδειξαν την πραγματική διάσταση του διλήμματος «υγεία ή οικονομία» ως «καθολική δημόσια υγεία ή επιχειρηματική κερδοφορία». Το ερώτημα περί καταναγκασμού και συναίνεσης αποτυπώθηκε την ίδια εποχή και στις εικόνες των επιβατών του υπό πολιορκία Λονδίνου, με τον συνωστισμό στις στοές του μετρό να υπενθυμίζει διαρκώς ότι δεν υπάρχει φως στο τούνελ γι’ αυτούς που τελούν υπό συστημικά συστηματικό αδιέξοδο.
Η διαπίστωση ότι και σ’ αυτόν τον πόλεμο δεν λείπουν οι ταξικές διακρίσεις διατυπώθηκε πολλάκις. Αλλά, κατέλαβε το περιθώριο ενός κεντρικού αφηγήματος που θέλει το κράτος να αναπαράγεται στην ατομική ευθύνη. Η ατομική ευθύνη εγγράφει το κράτος μέσα μας. Μοιάζει έτσι το κράτος ωσάν να προϋπάρχει μυθολογικά κάθε διανοητικής και ηθικής σφαίρας. Συμπυκνώνοντας το κράτος στο άτομό του, ο πειθαρχημένος ιδιώτης ιεραρχεί, καταγγέλλει, επιβάλλει, νουθετεί, διώκει, υποδέχεται, χειροκροτεί και αποδοκιμάζει, ορίζει στην ατομικότητά του την κοινωνική νόρμα. Ως εκ τούτου οι ταξικές διακρίσεις δεν ενέχουν χαρακτήρα καταναγκασμού αλλά παρέκκλισης από μια εξ αποκαλύψεως οδό προς την ελευθερία, που δεν διεκδικείται ως δικαίωμα, αλλά διανέμεται ως κέρδος.
Σημαίνουν όλα τα παραπάνω ότι οι κυριαρχούμενες μάζες επιζητούν την αποστέρηση του δικαιώματος της ελεύθερης κίνησης στο όνομα της υγείας; Ποιο είναι το σημαινόμενο της ελευθερίας και όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε μια πανδημική κανονικότητα όπου ο εξαναγκασμός της παραγωγικής διαδικασίας καταχωρεί τη συλλογική χειραφέτηση στη χωροχρονική πραγματικότητα ενός υπό διαμόρφωση κατ’ οίκον περιορισμού; Πώς λειτουργεί ένας μηχανισμός συναίνεσης ως επιφαινόμενο του κρατικού καταναγκασμού σε ένα περιβάλλον αποστασιοποίησης από τον δημόσιο χώρο που παράγει δικαιώματα;
Ακόμη κι ένας κραταιός Μωυσής στην έρημο πρέπει να κρατά στα χέρια του μερικές εντολές, έχοντας πάντα κατά νου ότι «ἐλεύθερος γὰρ οὔτις ἐστὶ πλὴν…».
(Συνεχίζεται…)