Κάποιος φαίνεται ότι γράφει την ιστορία σ’ αυτά που ζούμε, αλλά δεν είναι ούτε οι πολιτικές ηγεσίες ούτε ο Θεός.
Από πού ξεκινά κανείς να αφηγείται την πανδημία του κορονοϊού; Άραγε, θα πρέπει να περιπλανηθεί σε κάποια κινεζική μητρόπολη στα τέλη του 2019 ή να ξεκινήσει καταγράφοντας τον πανικό των ευρωπαϊκών πρωτοσέλιδων στο τέλος του χειμώνα και την επίσημη κήρυξη από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας της πανδημίας; Και πώς ξεκινά μια τέτοια ιστορία με τρόπο που η αφετηρία της να συνιστά κοινό μέρος ενός συλλογικού υποσυνείδητου κι όχι μια ξεχωριστή για τον καθέναν απαρχή; Αναμφίβολα, σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να ξεκινήσει από την ανασφάλεια, καθώς αυτήν είναι που μοιράζεται αναμφίβολα η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων. Αλλά, τότε κανένας να μην ήθελε να διαβάσει την ιστορία. Οπότε αυτός που γράφει το κείμενο ίσως να σκεφτόταν πως καλό θα ‘ταν να συμπεριλάβει και κάτι που να νοηματοδοτεί την ελπίδα.
Η φράση «τι ζούμε» ακούγεται σε όλες τις κατ’ ιδίαν συζητήσεις, αλλά δεν τις εκκινεί. Δίνει μόνο την αίσθηση ότι αυτό που ζει ο πλανήτης είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας απ’ αυτά που κατά καιρούς έχουν γραφτεί, σαν να μπορεί ο ανθρώπινος νους να ιχνηλατεί τα μελλούμενα, μετριάζοντας τον αιφνιδιασμό της αποκάλυψής τους. Οι πολιτικές ηγεσίες ανά τον κόσμο επαναλαμβάνουν με δραματική μονοτονία ότι «βρισκόμαστε σε πόλεμο» με έναν «αόρατο εχθρό», που «δεν κάνει διακρίσεις». Η λέξη «πόλεμος» δεν προέρχεται από κανένα μετα-αποκαλυπτικό θρίλερ, αλλά συνοδεύει τη ζωή από τότε που οι άνθρωποι θυμούνται τουλάχιστον το είδος τους. Είναι κατεξοχήν μια λέξη του παρελθόντος, που ακόμη έχει μέλλον. Εύκολα ο πόλεμος θα μπορούσε να παρομοιαστεί με πανδημία, αλλά είναι τόσο αυτονόητος στα ανθρώπινα πράγματα, ώστε να είναι η πανδημία αυτή που να παρομοιάζεται σήμερα με πόλεμο. Οπότε, τι πιο εύκολο για τις ηγεσίες να καταφύγουν στον πόλεμο ως κάποιο λογοτεχνικό σχήμα, εύληπτο και κατανοητό στους πάντες, προκειμένου να περιγράψουν την κατάσταση των πραγμάτων;
Η κιβωτός της πανδημίας
Σε μια πρωτοφανή για τα παγκόσμια χρονικά συνθήκη δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν κλειστεί στα σπίτια τους ή αντίστοιχα απέχουν από τον δημόσιο χώρο. Δεν ξέρουν πόσο θα διαρκέσει αυτό, περιμένουν, σαν τη γάτα στο πείραμα του Σρέντινγκερ. Τι ξέρουμε για τους άλλους και τι ξέρουν οι άλλοι για μας σ’ αυτό το κβαντομηχανικό παράδοξο; Αν κάτι συνιστά την πιο χτυπητή αλλαγή στην καθημερινή ζωή όλων εκεί μέσα είναι, τούτο είναι η ανατροπή –σε αυτή την κλίμακα– της σχέσης των ανθρώπων με τον δημόσιο χώρο. Το έξω και το μέσα αποκτούν την πλέον διακριτή μορφή τους, με το εντός να επιβάλλεται de jure και de facto ως συνθήκη ασφαλείας σε πλήρη αντιδιαστολή με το εκτός. Εδώ, όμως, συμβαίνει κάτι πρωτοφανές για το μέσα. Για μια δεκαετία και πλέον, το ανθρώπινο είδος –στην πλέον μεταμοντέρνα σύλληψη του– έχει μεταφορτώσει σημαντικό μέρος της ζωής του στον θαυμαστό καινούριο κόσμο του διαδικτύου. Το ίντερνετ λειτουργεί σαν κιβωτός χωρίς Νώε για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Για κάποιους πολλούς ο εγκιβωτισμός λειτουργεί ως έναυσμα για πάσης φύσεως συνωμοσιολογικές θεωρίες, που στον πυρήνα τους αναγνωρίζουν τον κορονοϊό ως θεία δίκη. Αν και οι θρησκόληπτες μάζες μεταδίδουν τον φόβο Κυρίου πιο γρήγορα από την εξάπλωση του ίδιου του ιού, παραμένουν εν τούτοις κομπάρσοι της ιστορίας κι ας επιμένουν σε ψευδοεπιστημονικά πορίσματα περί θείας κοινωνίας και άλλων ιεροτελεστιών της Άνοιξης. Ποιος, άραγε θα απαντήσει τι είναι αυτό που πεθαίνει και ξαναγεννιέται μέσα μας;
Στον αντίποδα, η επιστημονική κοινότητα ενώνει δυνάμεις και δίνει τον υπέρ πάντων αγώνα. Αμέτρητα bytes πληροφοριών διακινούνται από εργαστήριο σε εργαστήριο κι από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο. Για τους επιστήμονες όλη η ιστορία είναι το «πρώτο κρούσμα». Αλλά, σ’ αυτήν την περίπτωση η πρώτη φράση συνιστά προς το παρόν ερώτημα, που δεν έχει την πολυτέλεια μιας οριστικής απάντησης, όσο ταυτόχρονα γράφονται τα υπόλοιπα κεφάλαια. Σε ένα απ’ αυτά με τον τίτλο «καταιγίδα κυτοκίνης» παρατηρήθηκε ότι πολλοί ασθενείς προδίδονται από το ίδιο το ανοσοποιητικό τους, καθώς ο οργανισμός δεν σταματά να αντεπιτίθεται στον, νικημένο πια, αόρατο εχθρό, προσβάλλοντας έτσι ζωτικά όργανα. Φαντάζει ειρωνεία το γεγονός ότι με τον ίδιο τρόπο αντεπιτίθεται και οι κοινωνίες, λες και αντιγράφουν το RNA του εισβολέα. Μιλώντας για ειρωνείες, οι επιστήμονες είχαν παραμεριστεί για χρόνια είτε από την πλευρά των αγοραίων στοιχηματζήδων, που επέβαλαν στα πανεπιστήμια προγράμματα σπουδών κομμένα και ραμμένα για τις ανάγκες των νεοφιλελεύθερων voodoo economics, κηρύττοντας το τέλος της ιστορίας, είτε από την πλευρά των φονταμενταλιστών κάθε δόγματος, που δεν δέχονται τίποτα πέραν της κοσμολογίας της θείας τάξεως, προφητεύοντας το τέλος του κόσμου. Αυτοί οι επιστήμονες αναδεικνύονται σήμερα σε ήρωες και στέκουν δημόσια ως το τελευταίο νοητό, ασφαλές καταφύγιο εκτός σπιτιού. Αυτοί και τα «παιδιά» της εργατικής τάξης –όπως τα θέλει το ιδιόλεκτο της οικειότητας», που μετρούν τα χιλιόμετρα αγαθών και υπηρεσιών με τον ιδρώτα τους, έτοιμοι να προδοθούν για άλλη μια φορά από τα πολιτικά αντισώματα της νοσούσας κοινωνίας.
Τα παιδιά της εργατικής τάξης είναι έτοιμα να προδοθούν για άλλη μια φορά
Κάπου εκεί έξω βρίσκονται και οι πολιτικοί διαχειριστές της πρωτοφανούς αυτής υγειονομικής κρίσης. Γι’ αυτούς κάθε ιστορία πλέον ξεκινά με τη φράση «μένουμε σπίτι». Και κάπου εκεί φαίνεται πως τελειώνει ουσιαστικά η δική τους συμμετοχή στην ιστορία που γράφεται. Γιατί, αν κάτι συνιστά την πιο τραγική επιβεβαίωση για την κατάσταση των κυρίαρχων πολιτικών συστημάτων σήμερα είναι πως παραμένουν σε όλες τους τις εκφάνσεις εκτός τόπου και χρόνου. Πώς αλλιώς κανείς να ερμηνεύσει τη ανταπόκριση των ευρωπαίων ηγετών όταν τίθεται ζήτημα μοιράσματος των βαρών από τις δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας. Και δεν είναι μόνο οι Ευρωπαίοι. Απλά, η ντροπή γι’ αυτούς μεταδίδεται live για τρίτη σεζόν, στο διαχρονικό σίριαλ της γενικευμένης κρίσης, μιας και έχουν προηγηθεί ο πρώτος κύκλος –της κρίσης χρέους– και ο δεύτερος –της μεταναστευτικής κρίσης. Κανείς δεν έχει πλέον αμφιβολία ότι αυτή η Ευρώπη με τον διακριτικό τίτλο «ΕΕ» βρίσκεται ακόμη πιο κοντά στο season final της ιστορίας της. Αλλά, αυτό είναι μια ιστορία που κατά πάσα πιθανότητα να μοιάζει με παράπλευρη απώλεια, σε σχέση με ό,τι ακολουθεί το πανδημικό δράμα παγκοσμίως και ήδη περιγράφεται ως οικονομικός Αρμαγεδδών. Κάποιος, λοιπόν, φαίνεται ότι γράφει την ιστορία σ’ αυτά που ζούμε, αλλά δεν είναι οι πολιτικές ηγεσίες, παρά τους κατά τόπους ευσεβείς πόθους τους και δεν είναι ο Θεός που γελά όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια και δεν είναι ο κορονοϊός. Ο αόρατος εχθρός μάς κόβει την ανάσα, γιατί γράφει την ιστορία με το χέρι μας.
Με τον δικό τους τρόπο
Εδώ αξίζει να σκεφτούμε ότι η πρώτη φράση είναι το ιερό δισκοπότηρο της λογοτεχνίας. Χαρίζει φήμη και δόξα στους εμπνευστές της, εναποθέτοντας το κείμενό τους στα άπαντα των έργων του λόγου. «Εν αρχή ην ο λόγος» σκέφτηκε κάποιος, αλλά ενδεχομένως η συγκεκριμένη φράση να τίθεται εκτός συναγωνισμού για ευνόητους λόγους, όσο μπορεί κανείς να επικαλείται τη λογική για τα αδιανόητα πρωθύστερα του νοητού κόσμου. Κάτω στη γη, από τις πιο αξιομνημόνευτες πρώτες φράσεις είναι το «Call me, Ishmael» στον Μόμπι Ντικ, όπου η δίψα για εκδίκηση μετατρέπεται σε μια άνιση μάχη μεταξύ ανθρώπου και φύσης, μεταξύ ανθρώπου και του οτιδήποτε τον ξεπερνά. Όπως θα έλεγε σε πιο αρχαίους χρόνους η τραγική Αντιγόνη, ρωτώντας την αδερφή της Ισμήνη: «ξέρεις ποιες συμφορές περίσσεψαν απ’ τον Οιδίποδα που δεν τις φόρτωσε σε μας τις δυο τις ζωντανές ο Δίας;»
Για τις πιο σύγχρονες τραγωδίες μπορεί κανείς να ανατρέξει στον νομπελίστα λογοτεχνίας του 1953, Σερ Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος γράφει στον «2ο Παγκόσμιο Πόλεμο»: «μετά το τέλος του παγκοσμίου πολέμου του 1914, όλοι επίστευαν βαθιά και είχαν την ελπίδα πως θα επικρατούσε στον κόσμο η ειρήνη». Η γνώση της πορείας των πραγμάτων δικαιολογεί τον τίτλο του πρώτου κεφαλαίου περί «αφροσύνης των νικητών», αποδομώντας την πίστη σε μια ανθρωπότητα που μαθαίνει απ’ τα λάθη της.
Φυσικά, οι πρώτες προτάσεις εξακολουθούν να συγκινούν και εκτός λογοτεχνίας. «Όλα τα κράτη, όλες οι εξουσίες που κυριάρχησαν και κυριαρχούν πάνω στους ανθρώπους ήταν και είναι ή δημοκρατίες ή ηγεμονίες», γράφει ο Νικολό Μακιαβέλι στον «Ηγεμόνα», ζωγραφίζοντας την Αναγέννηση με τον ρεαλισμό μιας ανθρωπότητας που ενηλικιώνεται. Μεσολαβούν κάποιοι αιώνες και αρκετοί ηγεμόνες, για να ακούσει με προσποιούμενη έκπληξη η ανθρωπότητα ότι «η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων». Δεν είναι, όμως αυτή, η πρώτη φράση του ολιγοσέλιδου κειμένου που έμελλε να γίνει ένα από τα πιο επιδραστικά –αν όχι το πιο επιδραστικό– στη σύγχρονη ιστορία. Στην εισαγωγή του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» υπάρχει η κατεξοχήν φράση-κράχτης: «ένα φάντασμα πλανιέται στην Ευρώπη: το φάντασμα του κομμουνισμού». Αργότερα ο Καρλ Μαρξ θα ξεκινήσει το μνημειώδες «Κεφάλαιο» με μια σαφώς λιγότερο εντυπωσιακή πρόταση: «ο πλούτος των κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα, και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειωδική μορφή του». Η συζήτηση είχε ανοίξει έναν αιώνα νωρίτερα όταν ο Άνταμ Σμιθ ξεκινούσε να ερμηνεύει τον «Πλούτο των Εθνών», γράφοντας ότι «η μεγαλύτερη βελτίωση των παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας και το μεγαλύτερο μέρος της ικανότητας, της επιδεξιότητας και της ευφυΐας με τις οποίες αυτή κατευθύνεται ή εφαρμόζεται οπουδήποτε φαίνεται ότι υπήρξαν αποτέλεσμα του καταμερισμού της εργασίας». Στους αιώνες που ακολούθησαν ως τις μέρες μας έννοιες όπως αξία, εμπόρευμα, εργασία και εργασιακή δύναμη εξακολουθούν να κρύβονται πίσω από κάθε μεγάλη δημόσια αντιμαχία.
Όλες οι παραπάνω φράσεις –κι άλλες πολλές από το ανθολόγιο της ανθρώπινης διάνοιας– θα μπορούσαν να νοηματοδοτήσουν την άγνωστη πρώτη σ’ αυτήν την ιστορία πανδημίας. Ενδεχομένως καλύτερα απ’ όλες εκείνη που κάποτε μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι «όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο». Κι αυτό δεν μπορεί να το αποτυπώσει κανένα πρωθυπουργικό μήνυμα που ξαφνικά θυμήθηκε το συλλογικό καθήκον. Γιατί, μαζί με το μέσα και το έξω της ιστορίας, αναμετρώνται διαρκώς το πάνω και το κάτω, το πριν και το μετά, για να εξαφανιστούν στον επίλογο μεταξύ ανθρώπινης και θείας δικαιοσύνης. Μετέωροι οι περισσότεροι άνθρωποι ανάμεσα στην πραγμάτωση των πόθων τους και τη λύτρωση των παθών τους ξαναθυμούνται ότι συνωστίζονται στο μέσα, το κάτω και το πριν. Άλλοτε με τη μορφή μιας Άννας Καρένινα κι άλλοτε με μιας Φραγκογιαννούς, οι άνθρωποι ζουν το δικό τους παράδοξο. Γιατί, το χειρότερο που μπορεί να έχει συμβεί μετά την οριστική λήξη του πολέμου είναι να έχει κανείς τόσο συνηθίσει που να μην θέλει να ξαναντικρίσει τον κόσμο· μια κιβωτός χωρίς αφετηρία και χωρίς προορισμό. Σ’ αυτήν την ιστορία ακόμα και ο θάνατος έγινε αόρατος. ■
(Δημοσιεύτηκε στα «Ενθέματα» της Αυγής, την Κυριακή 12 Απριλίου 2020).