Που λέτε, χτες, πήγαμε βόλτα στο Τατόι, στο κτήμα της τέως βασιλικής οικογένειας. Περπάτημα, ανάβαση, κουβέντα για ιστορία, πολιτική σε 40 και βάλε στρέμματα πυκνού δάσους στην αρχαία Δεκέλεια, δίπλα στην παλιά οδό που διαχρονικά ένωνε την Αθήνα με τον Βορρά. Γυρίζοντας από το βορειότερο σημείο της έκτασης προς τα κάτω και περπατώντας πίσω από το κεντρικό συγκρότημα των θερινών ανακτόρων, μας πετυχαίνει μια παρέα νεαρών, 4-5 άτομα γύρω στα 20. Τυπικές ευγενικές φυσιογνωμίες καλοβαλμένων φοιτητών με τα αθλητικά τους, ψηλά αγόρια και κορίτσια, που πήγαιναν αντίθετα από εμάς.
«Συγγνώμη, να σας ρωτήσουμε».
«Παρακαλώ».
«Ξέρετε που μπορούμε να βρούμε τον βασιλιά να τον δούμε; Ψάχνουμε ώρα και δεν βρίσκουμε κανέναν».
Πρώτο, μικρό σοκ.
«Τον βασιλιά;»
«Ναι, τον βασιλιά».
«Εννοείται τους τάφους της βασιλικής οικογένειας;»
Τα βλέπω ανασκουμπώνονται λίγο.
«Δεν μένει εδώ ο βασιλιάς;»
Δεύτερο, μεγάλο σοκ.
«Α, ο βασιλιάς. Ε, δεν υπάρχει βασιλιάς. Αυτό εδώ είναι το παλάτι που κάποτε έμεναν. Αν θέλετε να βρείτε περισσότερες πληροφορίες, ίσως να πρέπει να επικοινωνήσετε με την Περιφέρεια Αττικής. Υπάρχουν διάφορες εγκαταστάσεις εδώ, αλλά είναι άδειες».
Δεν θυμάμαι ακριβώς όλες τις ασυναρτησίες που τους είπα. Η έκπληξη στα πρόσωπά τους ήταν τόσο αυθεντική, που ένιωθα εγώ άσχημα για λογαριασμό τους, που τους χάλασα την αγωνία να βρουν τον βασιλιά, κι έτσι προσπαθούσα με τα λόγια να λειάνω το απροσδόκητο του αιτήματός τους, να τους βγάλω από μία ενδεχομένως άβολη γι’ αυτούς κατάσταση. Μα, η αντιδράσή τους περισσότερο πρόδιδε ανθρώπους έκπληκτους και απογοητευμένους παρά ντροπιασμένους για την άγνοιά τους.
Γι’ αυτά δε τα λίγα δευτερόλεπτα του διαλόγου ανάμεσά μας προσπάθησα από την αρχή να καταλάβω αν μας έκαναν πλάκα. Μιλούσα, δηλαδή, περισσότερο για να ακούω τι έλεγαν μεταξύ τους ή τι θα απαντούσαν. Ενδεχομένως, να είχαν έρθει από το εξωτερικό και να μην γνώριζαν. Αλλά, τα ελληνικά τους δεν είχαν ίχνος ξένης προφοράς, το στήσιμό τους έδειχνε ντόπιους και, διάολε, πώς είναι δυνατόν να μην ξέρεις ότι δεν υπάρχει βασιλική οικογένεια στο Τατόι εδώ και δεκαετίες; Πού ζεις; Μέχρι την τελευταία στιγμή περίμενα να σκάσουν στα γέλια, να μας πουν ότι μας κορόιδευαν, και με δρασκελισμούς άφθαστης νιότης να πάνε κατά πάνω από εκεί όπου είχαμε γυρίσει εμείς. Αντιθέτως, μας ευχαρίστησαν, εμφανώς απογοητευμένοι που δεν είχαν δει κάποιο βασιλιά ή πρίγκιπα, κι έμειναν λίγο στον χώρο, καθώς εμείς απομακρυνόμασταν, να συζητούν. Προφανώς, η αναζήτησή τους είχε λήξει άδοξα. Κι εμείς είχαμε μείνει μαλάκες, κατά το κοινώς λεγόμενον.
«Πες μου ότι το δεν το άκουσα μόνο εγώ αυτό».
«Όχι, το είπαν».
«Το ζήσαμε έτσι κι αυτό;»
«Καμία ελπίδα».
«Φαντάζεσαι να είναι τίποτα Έλληνες του εξωτερικού, να βλέπουν τα ερείπια και να λένε “κοίτα τι άφησε πίσω της η κρίση, ακόμα και οι βασιλιάδες ζουν έτσι στην εγκατάλειψη».
«Καμία ελπίδα σού λέω».
«Σίγουρα δεν μας έκαναν πλάκα, έτσι;»
«Όχι».
Και η βόλτα μας συνεχίστηκε, αυτή τη φορά καθοδική. Νόμιζα ότι το πολύ οξυγόνο μάς είχε λίγο ζαλίσει, αλλά τελικά κανένα στοιχείο της φύσης δεν μπορεί να σε αναστατώσει ή συνεπάρει όπως το ανθρώπινο.
Κι αυτή είναι μια μικρή, αληθινή ιστορία για το πώς στα σαράντα του μπορεί κανείς να συναντήσει νέους με τα μισά του χρόνια μες στο δάσος –πάνω σ’ έναν αρχαίο τόπο, εκεί όπου διαδραματίστηκαν μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές της νεότερης πολιτικής ιστορίας–, οι οποίοι ψάχνουν τον βασιλιά και δεν τον βρίσκουν. Αν εκείνη τη στιγμή περνούσε και κανένα ελάφι, θα ήμουν σίγουρος ότι μας σκηνοθετεί ο Λάνθιμος κι από κάπου θα ακουστεί το cut –μέχρι την επόμενη σκηνή.
Κάπως έτσι νιώθω πιο δυνατός κι έτοιμος να αντιμετωπίσω τα απρόοπτα άλλης μιας εβδομάδας, στην ωραιότερη χώρα του κόσμου. Γι΄ αυτό το τελευταίο δεν χωρά καμία αμφιβολία.