Στην παραβολή του σπορέα ο Ιησούς αφηγείται μια ιστορία για έναν γεωργό που βγήκε στο χωράφι του να σπείρει. Μερικοί σπόροι του έπεσαν στον δρόμο, χωρίς χώμα, κι αυτούς τους έφαγαν τα πουλιά. Μερικοί έπεσαν σε πετρώδες έδαφος, με λίγο χώμα, δεν ρίζωσαν βαθιά κι όταν βγήκε ο ήλιος, χωρίς υγρασία, ξεράθηκαν. Μερικοί έπεσαν σε χώμα με αγκάθια, φύτρωσαν, αλλά όταν τα αγκάθια μεγάλωσαν κι αυτά τούς έπνιξαν. Τέλος, κάποιοι σπόροι έπεσαν σε γόνιμο έδαφος και έδωσαν καρπό, άλλοι τριάντα, άλλοι εξήντα κι άλλοι εκατό φορές περισσότερο. Οι ακροατές του Ιησού δεν κατάλαβαν τίποτα κι εκείνος ανέλαβε να τους εξηγήσει. Είναι, μάλιστα, η μοναδική παραβολή, στα τρία συνοπτικά Ευαγγέλια, την οποία ο Ιησούς ερμηνεύει αναλυτικά, ύστερα κι από την αγωνιώδη ερώτηση των μαθητών του για το αν ο λαός καταλαβαίνει τελικά τον παραβολικό λόγο.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το νόημα των όσων λέει ο εβραίος διδάσκαλος και θρησκευτικός ηγέτης, όταν μιλάει για σπορέα, σπορά και έδαφος, δρόμο, πέτρα και αγκάθια. Το μήνυμά του δεν μπορεί να εισακουστεί από εκείνους που δεν δίνουν σημασία, φυτρώνει για λίγο σ’ εκείνους που ακούν αλλά στην πρώτη δοκιμασία απομακρύνονται απ’ την πίστη, αναπτύσσεται αλλά δεν καρποφορεί σ’ εκείνους που έχουν μεγαλύτερη έγνοια τον πλούτο και την επιτυχία.
Είκοσι αιώνες έχουν περάσει από την εποχή όπου ακούστηκαν και καταγράφηκαν για πρώτη φορά αυτή κι άλλες ιστορίες της Καινής Διαθήκης και το χριστεπώνυμο πλήθος φαίνεται πως εξακολουθεί να μην καταλαβαίνει τίποτα ή, έστω, να καταλαβαίνει κατά πώς ορίζει η συγκυρία. Η αλήθεια είναι πως οποιοσδήποτε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την παραβολή αυτή –με τις ανεξάντλητες επικλήσεις της, την λογοτεχνικότητα και τις επανανοηματοδοτήσεις της ως προς το μέγεθος της αλληγορίας– για να επιβάλλει το δικό του τελεολογικό αφήγημα, γεφυρώνοντας το ιδεολογικό κήρυγμα με την αντιληπτική ικανότητα αυτού προς τον οποίο απευθύνεται, στον ίδιο οποίο πρέπει να εμφυσήσει αισιοδοξία.
Στις μέρες μας η ελληνική επικαιρότητα έχει κατακλυστεί από τις σφοδρές αντιδράσεις ενός πλήθους ανθρώπων, που προβάλλει τη θρησκευτική και εθνοτική του ταυτότητα, απέναντι στην έλευση προσφύγων που καταφτάνουν στα μέρη τους. Οι αντιδράσεις αυτές συμπυκνώνονται στον κυρίαρχο λόγο νεοσυντηρητικών πολιτικών, οι οποίοι δεν διστάζουν να μιλήσουν για εισβολή. Το διαχρονικό συμπέρασμά τους είναι ότι οι πρόσφυγες απειλούν τον τρόπο ζωής του ελληνικού λαού. Θα περίμενε κανείς στον τρόπο αυτό ζωής να εμφιλοχωρούν όχι μόνο οι ευαγγελικές παραβολές για χάρη της εσχατολογίας αλλά και διδαχές επί του ενθάδε, όπως το «μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε», γιατί «με την αυτήν ασυμπαγή και αυστηράν κρίσιν, με την οποία κατακρίνετε, θα κατακριθήτε, και με το αυτό μέτρον, με το οποίον εξετάζετε και καταδικάζετε τα πράξεις του πλησίον, θα μετρηθή και δια σας υπό του Θεού η πολιτεία και συμπεριφορά σας», ή όπως το «γίνεσθε λοιπόν σπλαγχνικοί προς τον πλησίον και συμπονετικοί εις τα δυστυχίας του και τα ανάγκας του». Αντ’ αυτού το συγκεκριμένο πλήθος φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για έναν τρόπο ζωής, τηλεοπτικό επί το πλείστον, όπου τον πρώτο λόγο έχει η μυθολογία ως αποκριάτικη εκδήλωση, με χλαμύδες, δόρατα, κράνη και ασπίδες, εν μέσω αφιλοσόφητων συμποσίων χοιρινών απολαύσεων, που αποσκοπούν στο να προσβάλουν το θρησκευτικό συναίσθημα δυστυχισμένων ανθρώπων.
Αυτές τις μέρες η παρομοίωση της Χρυσής Αυγής με Λερναία Ύδρα ξεφεύγει από τον μύθο. Την ίδια ώρα που κόβεται το κεφάλι του αρχηγού της, εκατοντάδες μικρότερα ξεπετιούνται σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Στον μύθο μιας άλλης ξεχασμένης θρησκείας ο ημίθεος Ηρακλής κατάφερε να σκοτώσει το τέρας, καίγοντας με φωτιά την πληγή από κάθε κομμένο κεφάλι. Στη δική μας ζοφερή πραγματικότητα η μοναδική φωτιά που διαθέτουμε είναι η Παιδεία. Μόνο αν πάρει φωτιά το μυαλό κι η καρδιά των νέων αυτού του τόπου, γηγενών κι αλλοδαπών, μπορεί να γλιτώσει η κοινωνία από τον πολλαπλασιασμό του μίσους, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας. Προς το παρόν το πολιτικό σύστημα επιλέγει τα πυροτεχνήματα, αναπαράγοντας απ’ τα διακόσια χρόνια της ύπαρξής του τα πιο σκοτεινά κι αφώτιστα. Η Ελλάδα πονά απ’ την ιστορική ανάγκη μιας πολιτισμικής επανάστασης. Αν πιστεύουμε ότι δεν είναι καμένη γη, αρκεί να πέσει ο σπόρος και θα ανθίσουμε ξανά. Αλλά, για τι σπόρο μιλάμε; Οι παραβολές δεν μας διαφωτίζουν.
(Δημοσιεύτηκε στα «Ενθέματα» της Αυγής, την Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019).