Το μικρό, αστικό λεωφορείο είχε γεμίσει από τις πρώτες στάσεις της διαδρομής του. Μόνο η λιακάδα του πρωινού δεν είχε καταφέρει να εισέλθει σε ένα κατά τ’ άλλα υπερπλήρες σύνολο ατόμων με κοινή πορεία και διαφορετικούς προορισμούς. Παρά τις δεδομένες διαστάσεις του οχήματος σε ένα νοητό καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων που όλοι δεχόμαστε ως μέτρο του μάταιου τούτου κόσμου, ο κόσμος σε κάθε στάση απτόητος επιζητούσε να εισέλθει, με μοναδική ελπίδα τη συμπίεση ή έξοδο του άλλου, κόντρα (φαινομενικά) στην γεωμετρία και τη λογική του χωροχρόνου σε αυτό το κινητό forum της πόλης.
Σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, δίπλα στη φωτεινή πινακίδα με τον αριθμό της γραμμής «022 Νέα Κυψέλη – Μαράσλειος», θα μπορούσε να γράφει το πλατωνικό «μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω μοι την θύρα»· ακόμα κι αν ο προορισμός δεν ήταν η Ακαδημία Πλάτωνος. Αντ’ αυτού, οι μόνες δύο συν δύο λέξεις που ακούγονταν ως φωνή της λογικής στα πρώτα πέντε λεπτά της διαδρομής ήταν «μην μπαίνετε, δεν χωράνε άλλοι».
Φυσικά, το δικαίωμα στην ελπίδα είναι αναφαίρετο και ως τέτοιο έφερνε σε σύγκρουση τους μέσα με τους έξω. Το ηφαίστειο λεωφορείο έμοιαζε πια με το πιθάρι της Πανδώρας, γεμάτο από τα κακά και τους πόνους της καθημερινότητας. Κάπως έτσι η γαλήνια και υπομονετική γριά στο βάθος με το διαπεραστικό μπλε μάτι γινόταν η ελπίδα κάθε πικραμένου, το σημείο αναφοράς για κάθε επιβάτη που κοιτά πρώτα από κάθε τι αν υπάρχει θέση.
Το μικρό λεωφορείο συνέχιζε την προκαθορισμένη πορεία του και παρά τη ψευδαίσθηση της εσωτερικής ακινησίας τα πάντα σε αυτόν τον μικρόκοσμο βρίσκονταν εν κινήσει, με πρώτα και καλύτερα τα μάτια.
Στο ρόλο ενός επίδοξου Προμηθέα που γνωρίζει τα μυστικά των σύγχρονων θεών, καθωσπρέπει πενηντάρης (γκριζομάλλης κοτσίδας με κόκκινα ακουστικά-ψείρες στα αυτιά του για τις ανάγκες της αφήγησης) αποφάσισε να διεκδικήσει το δίκαιο του έθνους των καθημερινών ανθρώπων, διαμαρτυρόμενος για το ασφυκτικά γεμάτο λεωφορείο, πότε απευθυνόμενος στον οδηγό πότε στον ευτραφή περίγυρό του. (Κάποιος, μάλιστα, απ’ τα γέλια έκανε, σύμφωνα με τον αστικό μύθο, αυτό που λέμε «καινούριο συκώτι»).
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, χωρίς να το καταλάβει, ο εν λόγω σωτήρας κατάφερε, εκτός απ’ το να συγκεντρώνει τα βλέμματα, να γίνει αναπόσπαστο τμήμα του αλγόριθμου της στάσης. Κάθε άνοιγμα και κλείσιμο της πόρτας συνοδευόταν από ένα του, πιο επιθετικό και επινοητικό κάθε φορά, υπό το μειλίχιο βλέμμα μιας νεότατης Παναγίας –θα παρατηρούσε κανείς– κρεμασμένης ή, σωστότερα, κολλημένης πάνω από τον οδηγό, στην άλλη άκρη από τη γριά ελπίδα του οχήματος.
Όταν μια νεαρή επιβάτις επιχείρησε να κατέβει, ο κοτσίδας επέδειξε γρήγορα αντανακλαστικά φορώντας το πιο λάγνο βλέμμα που είχε διαθέσιμο ανάμεσα στα ακουστικά του. Με τον ίδιο τόνο στη φωνή, την ενημέρωσε ότι ζει στην Ελλάδα, άρα να μην περιμένει να της κάνουν χώρο να περάσει.
Ο ίδιος, βεβαίως, έκανε χώρο, «σαν άντρας» όπως είπε, σιχτιρίζοντας αλγοριθμικά, προσθέτοντας όμως τούτη τη φορά ένα καταλυτικό για την κατανόηση της καταρρέουσας ευκλείδειας γεωμετρίας σχόλιο: «αλλά, χθες ψήφισαν για τους άντρες, δεν έχετε πια διαφορές, ε;» Αυτό το ειρωνικό «ε» έκανε γκελ σε καναδυό πονηρά μειδιάσματα του περίγυρου και χάθηκε στο βάθος, όπου αθόρυβα, χωρίς να το έχει πάρει είδηση κανείς, η ελπίδα –δηλαδή η γριά– είχε φύγει. (Κανείς μάλλον δεν πρόσεξε αυτό το «σαν» της λανθάνουσας γλώσσας).
Το μικρό 022 συνέχισε στην ανηφόρα της Ακαδημίας, σταματώντας στη Ζωοδόχο Πηγή, τρίκλιτη βασιλική του 1852, η κατασκευή της οποίας υπό την επίβλεψη του λαμπρού Γεωργίου Γενναδίου απαντούσε στις λατρευτικές (αλλά όχι φορολογικές) ανάγκες των άρτι αφιχθέντων αστών του νεοσύστατου κράτους. Απέναντι από τον κοτσίδα, μία γυναίκα όχι παραπάνω από τριάντα ετών έκανε γρήγορα τον σταυρό της, επικοινωνώντας με τα θεία μέσω της ανοιχτής δίφυλλης πόρτας του λεωφορείου. Αμέσως δίπλα της ένα συνομήλικός της άντρας έκανε το ίδιο. Δύσκολα κανείς θα φανταζόταν από το παρουσιαστικό τους ότι οι δύο αυτοί νέοι ανήκουν στην ευγενή τάξη των σταυροκόπων που προειδοποιούν αλγοριθμικά τους συνεπιβάτες τους για την ιερότητα μιας στάσης. Κι όμως, τα δάχτυλά τους κινήθηκαν τάχιστα με το γνωστό τελετουργικό-απομίμηση του ρωμαϊκού μαρτυρίου, σπάζοντας την πρότερη, μονότονη σχέση τους με την οθόνη των έξυπνων κινητών τους. Το λεωφορείο συνέχισε. Κάποια στιγμή κατέβηκαν κι αυτοί. Το λεωφορείο άδειασε. Κατέβηκαν και οι τελευταίοι. Έμεινε μονάχα ο οδηγός. Ξεχάστηκε κι αυτός. Σαν να μην υπήρξε αυτό το δρομολόγιο.
Οι διαστάσεις της ελπίδας
Κλεισμένοι στον προνεωτερικό πίθο που έγινε το σύγχρονο κουτί τους, οι συνεπιβάτες της καθημερινότητας μαλώνουμε για το φύλο των αγγέλων και την ιερότητα των σωμάτων, αγνοώντας έως και αυτήν τη σκέψη του Μανούηλ Β’ Παλαιολόγου, που αιχμάλωτος του φοβερού και τρομερού Βαγιαζήτ, του επονομαζόμενου και «Κεραυνού» των εθνικών μύθων, στην υπό πολιορκία Φιλαδέλφεια του χειμώνα του 1392 εξηγούσε στον οθωμανό, λόγιο συνομιλητή του ότι η ιδέα της Βασιλεύουσας περί θεότητας δεν είναι εκείνη ενός εκδικητικού αλλά εκείνη ενός φιλάνθρωπου Θεού, ενός Θεού που αγαπάει την ανθρωπότητα και την παραδειγματίζει με τη διδασκαλία των Ευαγγελίων και την επανάληψη της συγγνώμης.
Μπορεί στα υπόλοιπα ο σεβαστοκράτορας να μην έπεισε τους συνομιλητές της ιστορίας και δέσμιος των χρηστών ηθών της εποχής να μην κατανόησε την έννοια της βαρβαρότητας. (Επτά στους δέκα επιβάτες του κουτιού δήλωσαν συγγενείς με το ελληνορωμαϊκό αρχοντολόι, χωρίς να γνωρίζουν καν την τραγική του τύχη). Αλλά, αν θέλουμε κάτι να κρατήσουμε, εκτός από τον ορθοκανονικό σταυρό και το ένδοξο παρελθόν μας, η ταυτόσημη συγγνώμη –αυτή η εκτός σημείου μοναδική παράλληλη στην ευθεία, γραμμική ζωή μας– θα ήταν μια ενδεδειγμένη επιλογή για τα διαχρονικά αδιέξοδα της πολιτείας μας.
Είναι η συγγνώμη απέναντι σε αυτούς που αδικήσαμε, απέναντι σε αυτούς που βάλαμε άθελα ή μη στο περιθώριο, σπρώχνοντας και βρίζοντας, ανόητοι κι αδύναμοι να κατανοήσουμε τη γεωμετρία της αντιφατικής ανθρώπινης ζωής, που πάντα στο βάθος έχει κρυμμένη την ελπίδα κάθε ηλικίας όπως πάει κι έρχεται. Όχι για να κατηγορηθούμε ως φορείς συλλογικής ευθύνης, αλλά για να αναδειχτούμε ως μέλη μιας υπεύθυνης κοινότητας.
Είναι αυτή η συνεκτική ελπίδα η ελπίδα της αναγνώρισης, η ελπίδα της υπόστασης, η ελπίδα κάθε ανθρώπινου όντος, που είναι πλασμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του θεϊκού, η γεωμετρία του οποίου υπερβαίνει –όπως κάθε σοφός κατανοεί– το αρσενικό και το θηλυκό (πόσο μάλλον τη στενότητα ενός «Neoplan ΕΛ.Β.Ο. C97.4007 Midi Bus» σε πατροπαράδοτο μπλε και άσπρο).
Έχουν πολλά ειπωθεί περί αυτού: το νόημα της ζωής ήταν ανέκαθεν η υπέρβαση των ορίων, η δημιουργία νέων, η εκ νέου υπέρβασή τους και πάει λέγοντας, σε μια ασταμάτη αλγοριθμική διαδικασία, που ακόμα δεν έχουμε κατανοήσει πλήρως πώς λειτουργεί, πώς μπαίνει και πώς βγαίνει κανείς απ’ αυτήν. Ακόμη κι αν δεν καταφέρει κάποιος να μπει στο πλατωνικό λεωφορείο, υπάρχει πάντα η περιπατητική σχολή τέρμα Αριστοτέλους.
Οι παραλληλισμοί σε κάθε στάση της ζωής και της ιστορίας που κληρονομούμε διαδοχικά είναι χρήσιμοι βεβαίως και διανοητικά ευχάριστοι μέσα στον ημερήσιο συνωστισμό. Αλλά, η απάντηση στο ερώτημα της ισότητας και της δικαιοσύνης εξαρτάται από τη δική μας πολιτική στάση, από τη σωφροσύνη στη δική μας εποχή, από τη σχέση του μέρους με το όλο στον δικό μας κόσμο, που δεν γιατρεύεται από τους αποκλεισμούς, υποφέρει από τους αποκλεισμούς.
Σε καμία ταξική γεωμετρία κανείς δεν αδικείται, όταν οι συμπολίτες ενός άλλου, ακατανόητου φύλου αποκτούν νομική υπόσταση. Δεν νοείται απαγόρευση εισόδου στο κοινωνικό κεκτημένο, διότι δεν υπάρχει βασιλικός δρόμος για τη γεωμετρία, που «την ισότητα και την δικαιοσύνην τηρεί». Ακόμα και στο ελλειπτικό μας σύμπαν, μπορούμε να βρούμε το σχήμα που θα μας χωρά όλους. Αλλιώς, το μικρό, αστικό λεωφορείο δεν θα πάει μακριά για πολύ. Βαρυφορτωμένο και πολυκαιρισμένο θα κάνει κύκλους μέχρι να ξεμείνει από ελπίδα. Έχει ξανασυμβεί, Μανώλη, και κανείς δεν ζήτησε συγγνώμη.